Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Η Ε.Ε. πρέπει να θέσει πιο φιλόδοξους στόχους για το περιβάλλον

Των Chris Huhne, Norbert Rottgen, Jean-Louis Borloo*

Το σημερινό ενδιαφέρον της Ευρώπης για ανάκαμψη από την ύφεση, δεν πρέπει να αποσπά την προσοχή μας από το φλέγον ερώτημα του τι είδους οικονομία θέλουμε να οικοδομήσουμε. Σήμερα, μας παρουσιάζεται μια μοναδική ευκαιρία: να ενισχύσουμε την οικονομική ανάκαμψή μας, να βελτιώσουμε την ενεργειακή μας ασφάλεια και να αντιμετωπίσουμε την αλλαγή του κλίματος, μέσω της ανάπτυξης ενεργειακών τομέων απαλλαγμένων από άνθρακα, ανοίγοντας νέες πηγές απασχόλησης και εξαγωγών.

Το βασικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει η Ευρώπη είναι κατά πόσον έχουμε το όραμα να αδράξουμε αυτή την ευκαιρία και να βρεθούμε στη διεθνή πρωτοπορία αυτού του νέου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η Ευρώπη έχει αυτή τη δυνατότητα - αλλά δεν έχει ακόμη τα σωστά κίνητρα ώστε να αλλάξει τα επενδυτικά της πρότυπα.

Ενα βασικό εμπόδιο είναι ο σημερινός στόχος της Ε.Ε. για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20%, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, έως το 2020 - ένας στόχος που φαίνεται σήμερα ανεπαρκής για τη μετάβαση σε οικονομίες χαμηλού άνθρακα. Εάν παραμείνει αυτός ο στόχος, η Ευρώπη πιθανόν να βρεθεί πίσω από χώρες, όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ, οι οποίες επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα πιο ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον, με τη θέσπιση θεσμικών πλαισίων για χαμηλές εκπομπές άνθρακα και τη διοχέτευση πακέτων στήριξης σε τέτοιου είδους επενδύσεις.

Αυτός είναι ο λόγος που εμείς σήμερα διατυπώνουμε με σαφήνεια την πεποίθησή μας ότι η Ε.Ε. πρέπει να υιοθετήσει έναν στόχο μείωσης εκπομπών που να αποτελεί πραγματικό κίνητρο για καινοτομία και δράση στο διεθνές περιβάλλον: 30% μείωση μέχρι το 2020. Αυτό θα ήταν μια πραγματική προσπάθεια να περιοριστεί η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου, αριθμός - κλειδί για την κλιματολογική απειλή. Θέτοντας υψηλότερο στόχο, η Ε.Ε. δεν θα επηρεάσει μόνο την τιμή του άνθρακα μέχρι το 2020, αλλά θα στείλει και ένα ηχηρό μήνυμα για τη δέσμευσή μας για ένα πλαίσιο πολιτικής χαμηλών εκπομπών μακροπρόθεσμα. Ο στόχος του 30% θα παράσχει μεγαλύτερη βεβαιότητα και προβλεψιμότητα στους επενδυτές.

Οι εταιρείες της Ευρώπης είναι ήδη έτοιμες να εκμεταλλευτούν τις νέες ευκαιρίες. Επί του παρόντος, έχουν ένα μερίδιο 22% της παγκόσμιας αγοράς των προϊόντων χαμηλών εκπομπών άνθρακα και των υπηρεσιών, χάρη στην πρόωρη πρωτοβουλία της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος πλησιάζει. Οι δεσμεύσεις της Κοπεγχάγης, αν και λιγότερο φιλόδοξες απ’ ό,τι ελπίζαμε, προκάλεσαν σχετικές δράσεις, ιδίως στην Κίνα, την Ινδία και την Ιαπωνία.

Η ανάληψη έγκαιρης δράσης καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική, εάν ληφθεί υπόψη η μείωση του εκτιμώμενου κόστους. Λόγω των μειωμένων εκπομπών στη διάρκεια της ύφεσης, το κόστος για τη μείωση 20% το 2020 είναι κατά 1/3 χαμηλότερο, 48 δισ. ευρώ αντί 70 δισ. Ο στόχος του 30% εκτιμάται τώρα ότι θα κοστίσει μόλις 11 δισ. επιπλέον, ποσό μικρότερου του 0,1 % της οικονομίας της Ε.Ε. Επιπλέον, η όποια καθυστέρηση επιφέρει σημαντικό κόστος: σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, κάθε χρόνος καθυστέρησης των επενδύσεων σε ενεργειακές πηγές χαμηλού άνθρακα, κοστίζει 300 - 400 δισ. σε παγκόσμιο επίπεδο.

Επίσης, οι δαπάνες αυτές υπολογίστηκαν με βάση τη μετριοπαθή υπόθεση ότι το πετρέλαιο θα κοστίζει 88 δολάρια το βαρέλι το 2020. Δεδομένων των τωρινών περιορισμών σε επενδύσεις, της ταχείας αύξησης της κατανάλωσης στην Ασία, καθώς και των επιπτώσεων της διαρροής στον Κόλπο του Μεξικού, οι τιμές του πετρελαίου μπορεί να αυξηθούν ακόμα περισσότερο. Ενα από τα σενάρια του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας θέλει την τιμή να ανέρχεται στα 130 δολάρια το βαρέλι. Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου θα περιορίσει το κόστος της επίτευξης της μείωσης, ενώ σύμφωνα με ορισμένα σενάρια, τα άμεσα οικονομικά αποτελέσματα της μείωσης του 30% έως το 2020 θα μπορούσαν να είναι και θετικά. Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα εξοικονομούσαν περισσότερα χρήματα λόγω της χαμηλότερης κατανάλωσης και άρα και του περιορισμού των εισαγωγών ενέργειας σε σχέση με το επιπλέον κόστος για την οικονομία.

Πρέπει να δώσουμε στις εταιρείες μας την ευκαιρία να αναπτυχθούν στην εγχώρια αγορά και παράλληλα να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο. Η υιοθέτηση του στόχου για μείωση κατά 30% θα έχει ως αποτέλεσμα τον διπλασιασμό των αγορών χαμηλών εκπομπών άνθρακα σε σχέση με τον σημερινό στόχο του 20%. Μεγάλο μέρος της αυτής της ανάπτυξης θα σημειωθεί σε τομείς που προσφέρουν πολλές νέες θέσεις εργασίας, όπως αυτός της εξοικονόμησης ενέργειας.

Αν φοβηθούμε τη μείωση κατά 30% θα είναι σαν να μπαίνουμε στην παγκόσμια λωρίδα βραδείας κυκλοφορίας. Η έγκαιρη δράση θα δώσει στις βιομηχανίες μας με ένα ζωτικό προβάδισμα. Γι ’αυτό πιστεύουμε ότι η υιοθέτηση του στόχου για μείωση κατά 30% είναι η σωστή κίνηση για την Ευρώπη. Πρόκειται για μια πολιτική που εξασφαλίζει θέσεις εργασίας και ανάπτυξη, ενεργειακή ασφάλεια και προστασία από τον κίνδυνο των κλιματικών αλλαγών. Πάνω από όλα, είναι μια πολιτική για το μέλλον της Ευρώπης.

*Οι συγγραφείς είναι υπουργοί Περιβάλλοντος της Βρετανίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας, αντίστοιχα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: