Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Η μάχη της Αμερικής για την οικονομική της ανεξαρτησία

Του Chris Farrell*

Η Αμερική γιορτάζει την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της από τη Βρετανία στις 4 Ιουλίου. Αυτές οι προτάσεις από το έγγραφο που συντάχθηκε στη Φιλαδέλφεια το 1776 εξακολουθούν να συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον σημαντικών λόγων που έχουν γραφτεί ποτέ σε ένα πολιτικό κείμενο:

«Θεωρούμε πως αυτές οι αλήθειες είναι αυτονόητες, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, ότι είναι προικισμένοι από τον Δημιουργό τους με συγκεκριμένα αναφαίρετα δικαιώματα, ότι μεταξύ αυτών είναι ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας. Ότι, για την εξασφάλιση αυτών των δικαιωμάτων, δημιουργούνται κυβερνήσεις, οι οποίες παίρνουν τις αρμοδιότητές τους από τη συγκατάθεση αυτών που κυβερνώνται».

Φυσικά, το έθνος συχνά απείχε κατά πολύ από την κοινωνική και πολιτική επανάσταση που διακηρύχτηκε από τους ιδρυτές. Χρειάστηκε ένας άγριος εμφύλιος πόλεμος για τον τερματισμό της δουλείας και ομοσπονδιακά στρατεύματα για την ανατροπή του Jim Crow. Οι μάχες μεταξύ αγροτών και των πλουσίων συμφερόντων, μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, ήταν μακρές και συχνά βίαιες. Παρ΄ όλα αυτά, μετά από 56 προεδρικές εκλογές με δημοκρατικές διαδικασίες, είναι δίκαιο να πούμε ότι η πολιτική επανάσταση της Αμερικής είναι αξιοσημείωτα σταθερή και επιτυχημένη.

Το ερώτημα είναι αν η Αμερική χάνει την οικονομική ανεξαρτησία της 234 χρόνια αργότερα. Και αν ναι, αν η μειωμένη οικονομική ανεξαρτησία απειλεί τις πολιτικές κατακτήσεις του έθνους.

"Πώς παρακμάζουν οι αυτοκρατορίες"

Οι λόγοι για ανησυχία είναι εμφανείς και άφθονοι. Ο πιο χαρακτηριστικός περιστρέφεται γύρω από το ομοσπονδιακό χρέος των 13 τρισ. δολαρίων. Οι αλλοδαποί κατέχουν πλέον περισσότερο από το ήμισυ της αγοράς των ομολόγων και σχεδόν το ένα πέμπτο της αγοράς εταιρικού χρέους, σύμφωνα με τον Paul Warnock, καθηγητή στο Darden Business School του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια. Η Κίνα είναι ένας επενδυτής με περίπου 900 δισεκατομμύρια δολάρια σε ομόλογα. Υπάρχουν ευρέως διαδεδομένες ανησυχίες ότι η Κίνα διαθέτει σήμερα ένα οικονομικό όπλο έναντι των ΗΠΑ. Οι αμερικανικές εταιρείες Αμερικής έχουν ‘διαλύσει’ τη μεταποιητική βάση της χώρας, μεταφέροντας μεγάλο μέρος των γραμμών συναρμολόγησης σε φθηνότερες περιοχές του πλανήτη, ιδιαίτερα την Κίνα. Αλλά και τα στελέχη χάνουν θέσεις εργασίας καθώς γίνονται outsource, κυρίως στην Ινδία. Γενικά, ένας μεγάλος αριθμός σχολιαστών βλέπουν μια αυτοκρατορία σε παρακμή, η οποία λυγίζει από το υπερβολικό χρέος, την υπερβολική κατανάλωση, καθώς και την πολύ μικρή παραγωγή. «Έτσι παρακμάζουν οι αυτοκρατορίες,» γράφει ο ιστορικός του Πανεπιστημίου Harvard Niall Ferguson. «Αρχίζει με μια έκρηξη του χρέους. Τελειώνει με μια αδυσώπητη μείωση των πόρων που διατίθενται για Στρατό, Ναυτικό και Αεροπορία.»

Αναμφίβολα, ο κίνδυνος υπάρχει. Το μακροπρόθεσμο δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος είναι σε μη-βιώσιμη πορεία. Υπό αυτή την έννοια, οι προειδοποιήσεις είναι μια υγιής αντίδραση. Αλλά η λέξη-κλειδί είναι «μακροπρόθεσμη», και έχουν λιγότερο ενδιαφέρον, όταν το ποσοστό ανεργίας είναι στο 9,5% και τους τελευταίους έξι μήνες έχουν δημιουργηθεί μόνο 590.000 θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ της εξάρτησης από ένα άλλο έθνος, η οποία προέρχεται από αδυναμία- ας πούμε μια αποικία η οποία επιζεί πουλώντας φυσικούς πόρους-και αυτό που έρχεται από τη δύναμη, όπου οι δεσμοί αντανακλούν τα κέρδη από το εμπόριο.

Προς το παρόν οι παγκόσμιες αγορές κεφαλαίου στοιχηματίζουν ότι η Αμερική δεν έχει χάσει την οικονομική της ανεξαρτησία ή την πολιτική της προσαρμοστικότητα, ούτε έχει γίνει μια αποικία της Κίνας. Για παράδειγμα, καθώς οι επενδυτές αποφεύγουν το χρέος χωρών όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, επειδή φοβούνται πως δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, στρέφονται στα αμερικανικά ομόλογα Δημοσίου. Αυτό οδήγησε την απόδοση του δεκαετούς στο 2,9%. Η απόδοση μειώθηκε από το επίπεδο του 4% που ήταν τον Απρίλιο.

Η μόχλευση της Κίνας

Επίσης, το δολάριο επαναβεβαιώνει την αξία του ως το κυρίαρχο νόμισμα της παγκόσμιας οικονομίας. Αντίθετα, το ευρώ είναι ετοιμόρροπο. Όσο για την κινεζική κυβέρνηση, μπορεί να έχει κάποια θεωρητική ικανότητα να εκβιάσει την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αλλά στην πραγματικότητα το περιθώριο ελιγμών της είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Παίζοντας το χαρτί των ομολόγων θα οδηγήσει σε τεράστια απώλεια πλούτου και εμπορίου. Αν η Κίνα ξεφορτώνονταν τα ομόλογά για λίγα χρήματα, αυτό θα μείωνε την αξία των υπόλοιπων συμμετοχών της σε ομόλογα, θα βύθιζε την αξία του δολαρίου, και πιθανότατα θα οδηγούσε τις ΗΠΑ σε ύφεση-όχι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουν κινεζικά προϊόντα στην Αμερική. «Δεν ανησυχώ που μία συγκεκριμένη χώρα κατέχει ένα δυσανάλογο ποσό χρέους μας», λέει ο VV Chari, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα και της Federal Reserve Bank of Minneapolis. «Δεν είναι σαφές ότι έχουν πραγματικά διαπραγματευτική δύναμη».

Είναι ακόμη πιο σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι συζητήσεις περί της οικονομικής ανεξαρτησίας δεν είναι κάτι νέο. Το έχουμε περάσει πολλές φορές στο παρελθόν. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν ο φόβος για την άνοδο της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1980. Ο εξαγωγικός προσανατολισμός των επιχειρήσεών της γκρέμισε πολλούς από τους Αμερικανούς ανταγωνιστές τους. Τελικά η Ιαπωνία φαίνονταν να κυριαρχεί στα πάντα, από το ατσάλι μέχρι τα τσιπ. Οι Ιάπωνες κολοσσοί της βιομηχανίας και των οικονομικών κλόνισαν την εμπιστοσύνη των Αμερικανών αγοράζοντας γήπεδα γκολφ και κτίρια γραφείων. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ ήταν τεράστιο. Όταν ο συγγραφέας James Fallows ήπιε μια μπύρα σε ένα ιαπωνικό μπαρ με ένα Άγγλο φίλο, το 1986, ο φίλος του είπε, «Γιατί δεν συνειδητοποιείτε το γεγονός ότι είστε δεύτεροι, όπως εμείς»;

Η πίεση ήταν τεράστια. Ωστόσο, μετά από καιρό είναι σαφές ότι πίσω από το τραύμα οι αμερικανικές εταιρείες έμαθαν από τον ανταγωνισμό. Προέβησαν σε αναδιάρθρωση της λειτουργίας τους και αγκάλιασαν τις τεχνολογικές καινοτομίες. Και από την πλευρά της πολιτικής, οι υποστηρικτές του ανοίγματος στο εμπόριο και τους μετανάστες θριάμβευσαν. Δεν είναι τυχαίο ότι η οικονομία απήλαυσε μια ισχυρή ανάπτυξη στη δεκαετία του 1990 και ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός ήταν πλεονασματικός από το 1998.

Χαμηλοί δασμοί ή υψηλοί;

Είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται σε όλη την ιστορία μας, συμπεριλαμβανομένης μιας διάσημης διαμάχης μεταξύ των ιδρυτών μας. «Ήμασταν πολιτικά ανεξάρτητοι», λέει ο Douglas Irwin, καθηγητής στο Dartmouth College. «Αλλά το πόσο οικονομικά αυτάρκεις θα έπρεπε να ήμαστε, είναι μια συζήτηση που μας διχάζει από την πρώτη κυβέρνηση».

Μια σκληρή μάχη διεξήχθη μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών Alexander Hamilton και του Υπουργού Εξωτερικών Thomas Jefferson και του συμμάχου του στο Κογκρέσο James Madison κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης. Ήταν μια διαμάχη για τους δασμούς. Οι δασμοί στα εισαγόμενα προϊόντα ήταν κρίσιμοι για τη χρηματοδότηση των δημόσιων δαπανών και του δημόσιου χρέους, και ο Hamilton ήθελε να τους διατηρήσει χωρίς διακρίσεις και σε μέτρια επίπεδα. Ο Jefferson και o Madison ήταν πρόθυμοι να επιβάλουν υψηλούς δασμούς για να απαλλαγούν από το δημόσιο χρέος και να προβούν σε εμπορικές διακρίσεις εις βάρος της Βρετανίας. Πίστευαν ακράδαντα ότι οι ΗΠΑ είχαν επιτύχει την πολιτική ανεξαρτησία τους, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τη Βρετανία για κεφάλαιο και εμπόριο. Το ελεύθερο εμπόριο μπορεί να είναι η σωστή φιλοσοφική στάση, αλλά πίστευαν πως ο μερκαντιλισμός ήταν η σωστή επιλογή πρακτικά λέει ο Irwin. Ήθελαν μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία, όχι περισσότερη αλληλεξάρτηση. (Μπορείτε να διαβάσετε για αυτό το συναρπαστικό κεφάλαιο στην ιστορία των ΗΠΑ στο κεφάλαιο του καθηγητή Irwin στο βιβλίοο, Ιδρυτικό Επιλογές: Η αμερικανική οικονομικής πολιτική στα 1790s.

Ο Hamilton κέρδισε. Και παρόλο που το ονομαστικό ποσό του δημοσίου χρέους δεν μειώθηκε, έπεσε από περίπου 30% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στις αρχές του 1790 σε λίγο περισσότερο από το 10% το 1815. Από τότε, οι αγώνες για την οικονομική ανεξαρτησία έχουν περιστραφεί γύρω από τις συναλλαγές (να αγοράσουμε από τους ξένους ή να τα κατασκευάσουμε μόνοι μας;), τα οικονομικά (να βασιστούμε στον εξωτερικό δανεισμό ή στα εγχώρια κεφάλαια;) και τη μετανάστευση (να τους δεχτούμε ή όχι;). Αλλά το γεγονός είναι ότι η Αμερική λειτουργεί σε μια παγκόσμια οικονομία και η οικονομική της σημασία είναι συνδεδεμένη με άλλα έθνη. «Έτσι η ανεξαρτησία σημαίνει πραγματικά μια υγιή, ισχυρή, ανθεκτική αλληλεξάρτηση», λέει ο καθηγητής Ronald Jepperson, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Τούλσα. Όπως προσθέτει ο Chari, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα: «Στο τέλος της ημέρας οι περισσότεροι άνθρωποι το σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο που βλέπουν την αυτοδυναμία για ένα νοικοκυριό».

Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι είναι πολιτικά επιτακτικό να τεθούν το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα σε πτωτική τροχιά μόλις αφήσουμε πίσω την οικονομική ύφεση και η αύξηση της απασχόλησης είναι και πάλι ισχυρή. Οι ενέργειες αυτές θα μας δώσουν μεγαλύτερη αυτάρκεια και ελεύθερη κυκλοφορία. Επίσης, θα ενθαρρύνουν τους επενδυτές να αποκτήσουν ομόλογα του Δημοσίου, πράγμα που θα εξορθολογήσει τα δημοσιονομικά μας. Ωστόσο, ας θυμηθούμε, επίσης, τη σοφία του Hamilton και ας αγκαλιάσουμε τα ανοιχτά σύνορα, το ξένο κεφάλαιο και τους μετανάστες. Όπως έγραψε ο Hamilton σε επιστολή το 1791 στον αντίπαλό του Thomas Jefferson: «το εμπορικό μου σύστημα δίνει δωρεάν μάθημα για το εμπόριο και καλλιεργεί το καλό χιούμορ στον κόσμο».

Οι λέξεις δεν είναι τόσο εύγλωττες όσο οι δηλώσεις του Jefferson στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Αλλά είναι μια προοπτική που η εμπειρία δείχνει πως έχει γίνει απαραίτητη για τον αγώνα της εκπλήρωσης των φιλοδοξιών του εν λόγω εγγράφου.

* Ο Farrell γράφει για την Οικονομία στο Βloomberg BusinessWeek. Μπορείτε παράλληλα να τον ακούσετε στο πολιτειακό ραδιόφωνο της Minnesota, στην εκπομπή SoundMoney, αλλά και στην εκπομπή Marketplace. Διαβάστε τη στήλη του Sound Money, στο BusinessWeek.com.

Δεν υπάρχουν σχόλια: