Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Εξομαλύνοντας τις Eλληνοτουρκικές σχέσεις

των Στέφεν Λάραμπι και Τσαρλς Ράις

Οι υψηλές αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας συνέβαλαν στις οικονομικές της δυσχέρειες. Αναλογικά με το ΑΕΠ της, η χώρα αυτή καταβάλλει τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η βελτίωση των σχέσεών της με την Τουρκία θα επιτρέψει στον Έλληνα πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, που φιλοξενεί αυτή την εβδομάδα τον Τούρκο πρωθυπουργό Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν (Recep Tayyip Erdoğan), να μειώσει τις αμυντικές του δαπάνες και να διευκολύνει έτσι τη σωτηρία της εθνικής του οικονομίας από τη χρεοκοπία.

 Η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων όμως, θα γίνει θετικά δεκτή όχι μόνο από τους ξένους επενδυτές και τους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αλλά και από τους συμμάχους της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι προστριβές μεταξύ ελληνικών και τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών στο Αιγαίο παραμένουν καθημερινό φαινόμενο. Το 2006, ένας Έλληνας πιλότος σκοτώθηκε σε μια εικονική αερομαχία του με ένα τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος. Τέτοια συμβάντα θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις δύο χώρες σε ακούσια στρατιωτική σύγκρουση. Αυτό ακριβώς εξάλλου παραλίγο να συμβεί το 1996, κατά τη διάρκεια της κρίσης για τη βραχονησίδα Ίμια (Καρντάκ), που διεκδικείται από αμφότερες τις χώρες. Σε μια εποχή όπου το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζει αυξανόμενες δυσκολίες στο Αφγανιστάν, το τελευταίο πράγμα που θα χρειαζόταν θα ήταν μια σύγκρουση στο Αιγαίο.

Αλλά σήμερα υφίστανται πληθώρα ακόμα πολιτικών παραγόντων που ευνοούν τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Στην ελληνική πλευρά, ο Παπανδρέου έχει αναγορεύσει τη βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία σε κορυφαία προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Παπανδρέου απολαμβάνει ευρείας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και χαίρει μεγάλου σεβασμού στην Τουρκία, λόγω του κεντρικού ρόλου που έπαιξε ως Έλληνας υπουργός εξωτερικών στην εγκαινίαση της προσέγγισης με την Τουρκία, το 1999.

Στην τουρκική πλευρά, ο Ερντογάν επίσης έχει κίνητρα για να βελτιώσει τις διμερείς σχέσεις του με την Αθήνα. Η μείωση της έντασης με την Ελλάδα θα βελτίωνε την εικόνα της Τουρκίας στη δύση και θα έδινε ίσως νέα ώθηση στη βαλτωμένη σήμερα υπόθεση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην ΕΕ. Επίσης η Τουρκία θα αποδείκνυε πως εφαρμόζει το δόγμα του «μηδενισμού των προβλημάτων» και σε άλλους, πέραν των εξ ανατολών, γείτονές της.

Στο εσωτερικό μέτωπο η θέση του Ερντογάν είναι ισχυρή, όπως κι εκείνη του Παπανδρέου. Στις εκλογές του Ιουλίου του 2007 ο Τούρκος πρωθυπουργός κέρδισε μια σαρωτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία και εξακολουθεί να συναντά ελάχιστη αντιπολίτευση, ιδίως από τη στιγμή που η επιρροή του στρατού έχει μειωθεί λόγω των καταγγελιών πως ορισμένοι υψηλά ιστάμενοι αξιωματικοί συνωμοτούσαν για να αποσταθεροποιήσουν την εκλεγμένη κυβέρνηση. Αν και οι κατηγορίες φαίνεται πως στηρίζονται σε μάλλον έωλα στοιχεία, το γενικό επιτελείο αντιμετωπίζει πλέον με πολύ μεγαλύτερο δισταγμό κάθε απόπειρα δημόσιας αμφισβήτησης του πρωθυπουργού.

Η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα μπορούσε να ξεκινήσει με μικρά βήματα, από σχετικά μη-αμφιλεγόμενα ζητήματα, όπως είναι η επαναλειτουργία της θεολογικής σχολής της Χάλκης, που αποτελεί παραδοσιακό αίτημα της Ελλάδας. Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα θα μπορούσε να συμφωνήσει να εντείνει τις προσπάθειές της ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση της τουρκογενούς μειονότητας της Θράκης, ένα ζήτημα που απασχολεί την 'Αγκυρα.

Αυτή η δέσμη των «μικρών βημάτων» θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει οικονομικά μέτρα, όπως π.χ. μια συμφωνία αμοιβαίας στήριξης μεταξύ των κεντρικών τραπεζών των δύο χωρών, που θα ενδυνάμωνε το «μηχανισμό στήριξης» του «διεθνούς νομισματικού ταμείου» (ΔΝΤ) για τη δημοσιονομική σταθεροποίηση της Ελλάδας.

Επίσης οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να αποφασίσουν να συνεργάζονται σε επιχειρήσεις επαναπατρισμού λαθρομεταναστών, ένα ζήτημα που απέκτησε μεγάλη σημασία από τη στιγμή που η Τουρκία μεταβλήθηκε σε δίοδο λαθρομετανάστευσης από το Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Μέση Ανατολή προς την ΕΕ.

Τέλος, στα ευαίσθητα ζητήματα της κυριαρχίας στο Αιγαίο, οι δύο ηγέτες θα μπορούσαν να συμφωνήσουν στην υιοθέτηση νέων μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης ή ακόμα και στο να υποβάλουν ορισμένες από τις διαφωνίες τους στη διεθνή επιδιαιτησία.

Τα παραπάνω δεν αρκούν για να επιλύσουν όλα τα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Αλλά θα συνέβαλαν αποφασιστικά στην επανενεργοποίηση του διαλόγου μεταξύ των δύο κρατών και θα έθεταν γερά θεμέλια για περαιτέρω συμφωνίες στο μέλλον, σε πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα.

* Ο F. Stephen Larrabee είναι διεθνολόγος, που εξειδικεύεται σε θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας και υπηρέτησε στο συμβούλιο εθνικής ασφαλείας του προέδρου Κάρτερ (Carter). O Charles Ries ήταν πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα το διάστημα 2004-2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια: