Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

ΕΥΡΩΖΩΝΗ: ΒΟΛΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΖΩΤΙΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Αρκετοί από τους «ειδήμονες» της ευρωζώνης και των καταστατικών της αρχών μάλλον αγνοούν τα πάντα γύρω από το αντικείμενο… Τον τελευταίο καιρό έχουν γραφεί εκατοντάδες άρθρα και έχουν διατυπωθεί κάποιες χιλιάδες γνώμες, από σχετικούς και ασχέτους, για το παρόν και το μέλλον της ευρωζώνης, για τον ρόλο τη Γερμανίας και για τους «συνομώτες-κερδοσκόπους» που επιβουλεύονται την μικρή αλλά ένδοξη Ελλάδα. Επίσης, έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες ευρύτερων πλεκτανών και συνομωσιών κατά της Ευρώπης και, κυρίως, κατά του μαλακού της υπογαστρίου που είναι ο Νότος της, με πρώτη την Ελλάδα.

Στο πλαίσιο αυτής της επικοινωνιακής συγκυρίας και των άφθονων παρερμηνειών οι οποίες –σκοπίμως ή μη– προκαλούνται, θα επιδιώξουμε μα ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα βασιζόμενοι σε συγκεκριμένα γεγονότα κα όχι σε φαντασιώσεις που εκλαμβάνονται ως πραγματικότητες.

Η ευρωζώνη δεν δημιουργήθηκε τυχαία, ούτε υπήρξε ουρανοκατέβατη. Ήταν το αποτέλεσμα μακρών διαπραγματεύσεων και διαδικασιών οι οποίες υπαγορεύονταν από την ύπαρξη και λειτουργία της ενιαίας αγοράς και την σταδιακή παγκόσμια απελευθέρωση των κεφαλαίων και των κινήσεών τους. Βασική δε προϋπόθεση για την δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν η ένταξη σε αυτό του πανίσχυρου, τότε, γερμανικού μάρκου –το οποίο, όμως, οι διαχειριστές του δεν επιθυμούσαν καθόλου να εκθέσουν στους κινδύνους των νομισματικών πολιτικών των χωρών της Νότιας Ευρώπης.

Χρειάστηκαν έτσι σκληρές διαπραγματεύσεις για να πεισθεί η γερμανική κυβέρνηση ότι ήταν απαραίτητη η είσοδος της χώρας στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, γεγόνος διόλου εύκολο την εποχή εκείνη. Ταυτοχρόνως, όμως, η γερμανική κυβέρνηση έπρεπε να «πουλήσει» την αντικατάσταση του μάρκου –συμβόλου για τους Γερμανούς– από το ευρώ. Και αν τελικά επετεύχθη η σχετική συμφωνία, αυτό έγινε δυνατό μόνον όταν οι διάφορες πλευρές αποδέχθηκαν σε μεγάλο ποσοστό τους γερμανικούς όρους δημοσιονομικής και νομισματικής ισορροπίας, όπως και τον αντιπληθωριστικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Επίσης, η γερμανική πλευρά όχι μόνον απέκλεισε κάθε δυνατότητα συνδρομής στα απείθαρχα μέλη της ευρωζώνης, αλλά επέβαλε στην σχετική Συνθήκη και πολύ αυστηρές ποινές, όπως για παράδειγμα την διακοπή των κοινοτικών επιδοτήσεων και την υποχρεωτική κατάθεση κεφαλαίου στην ΕΚΤ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η γνωστή δήλωση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ευρωζώνης, της 25ης Μαρτίου 2010, για την παροχή στήριξης προς την Ελλάδα –με την οποία προβλεπόταν δημοσιονομική συνδρομή σε χώρα μέλος της ζώνης ευρώ– υπερέβαινε για πρώτη φορά τον μέχρι τότε γνωστό συντονισμό των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών και περιοριζόταν αποκλειστικά και μόνο στην θέσπιση κανόνων και ποινών.

Ωστόσο, αυτή η σημαντική υπέρβαση κάθε άλλο παρά πειστική υπήρξε για τις αγορές, οι οποίες ακόμα και σήμερα δεν πιστεύουν ότι, με την ολοκλήρωση των διαδικασιών ενεργοποίησης αυτού του μηχανισμού, όπως αυτός προσδιορίστηκε στις 2 Μαΐου 2010, υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μία θεσμικά σημαντική πρόοδος στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για την ώρα, δύσκολα αποδέχονται οι αγορές, αλλά και αρκετοί παρατηρητές, ότι η ευρωζώνη βρίσκεται στην αρχή μιας νέας θεσμικής συζήτησης για το μέλλον του ευρώ και όχι στο τέλος της.

Όπως υπογραμμίζει ο διαπρεπής οικονομολόγος και συνεργάτης του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) κ. Γιώργος Γληνός, οι ισχύουσες σήμερα ευρωπαϊκές Συνθήκες δεν προβλέπουν διάσωση ενός κράτους μέλους της ευρωζώνης με την ανάληψη των δημοσιονομικών του υποχρεώσεων από άλλα κράτη μέλη (άρθρο 125). Κατά συνέπεια, μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να δρομολογηθεί δυνάμει των Συνθηκών. Θα μπορούσε εντούτοις να δρομολογηθεί εκτός Συνθηκών –ας θυμηθούμε ότι στο παρελθόν δεν είναι και λίγα εκείνα που ξεκίνησαν εκτός Συνθηκών κα στην συνέχεια ενσωματώθηκαν σε αυτές. Εκτός Συνθηκών έγινε η συμφωνία του Σένγκεν για την ελεύθερη διακίνηση των προσώπων, εκτός Συνθηκών έγινε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα το οποίο στην συνέχεια οδήγησε στην δημιουργία του ευρώ, εκτός Συνθηκών έγινε και η Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία η οποία στην συνέχεια οδήγησε στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική. Όλες αυτές οι εκτός Συνθηκών συμφωνίες προχώρησαν σημαντικά την διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όταν ενσωματώθηκαν στις Συνθήκες και θεσμοθετήθηκαν ως πολιτικές της ΕΕ.

Πράγματι, λοιπόν, εφόσον οι Συνθήκες δεν προβλέπουν την διάσωση, ή έστω την συστηματική συνδρομή, μιας χώρας της ευρωζώνης, θα μπορούσε να συμφωνηθεί ένας μηχανισμός συνδρομής εκτός Συνθηκών. Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει σήμερα, με την δραστηριοποίηση του μηχανισμού συνδρομής της πραγματικά χρεοκοπημένης ελληνικής οικονομίας.

Κατά τον κ. Γ.Γληνό, αυτή η απόφαση συνδρομής αποτελεί προάγγελο υπέρβασης και συμπλήρωσης των σημερινών κανόνων, οι οποίοι περιορίζονται μόνον στην επιβολή ποινών (άρθρο 126, παρ. 11), οι οποίες, εφόσον δεν επιφέρουν την συμμόρφωση, οδηγούν δια της τιμωρίας την χώρα που δεν μειώνει εγκαίρως το έλλειμμα, στην χρεοκοπία μια ώρα αρχύτερα. Άρα, η κινητοποίηση του μηχανισμού διάσωσης της οικονομίας μας –και με την ορθή, κατά την γνώμη μας, συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ)– αποτελεί ένα νέο και ιστορικό θα λέγαμε βήμα για την ευρωζώνη και την λειτουργία της, το μέλλον της οποίας εφεξής εξαρτάται από το κατά πόσον οι ανεύθυνες ελληνικές οικονομικές πολιτικές θα γίνουν υπεύθυνες μέσα σε μία τριετία.

Για να επανέλθουμε, από ιστορικής πλευράς, στις αρχικές μας σκέψεις, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε με έμφαση εκ νέου ότι η εξήγηση της μη διάσωσης μιας χώρας και της οδήγησής της σε χρεοκοπία δια των ποινών, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, θα πρέπει να αναζητηθεί στην προϊστορία του ευρώ και στις προϋποθέσεις δημιουργίας του.

Οι διατάξεις περί μη διάσωσης ήταν οι όροι που απεικόνιζαν το επίπεδο πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης στην δεδομένη στιγμή. Το ίδιο ισχύει και για τις διατάξεις περί ανεξαρτησίας της κεντρικής εκδοτικής αρχής από την πολιτική ηγεσία, καθώς επίσης και για την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης του Δημοσίου –δηλαδή, απαγόρευση απευθείας αγοράς κρατικών ομολόγων από την Κεντρική Τράπεζα με έκδοση χρήματος. Οι όροι αυτοί ετέθησαν κυρίως, αλλά οχ αποκλειστικά, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, όταν, κατά την ιστορική της ενοποίηση, τής ζητήθηκε να καταθέσει το πανίσχυρο μάρκο της στην υπηρεσία της Ευρώπης. Το μάρκο ήταν το ύψιστο εθνικό σύμβολο της μεταπολεμικής Γερμανίας και οι πολίτες της ήταν αδύνατον να δεχθούν την διάβρωσή του από τον πληθωρισμό και από την χρηματοδότηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων με έκδοση χρήματος.

Ταυτόχρονα, όμως, η Γερμανία όφειλε να δώσει στους εταίρους της μία έμπρακτη απόδειξη ότι η ενοποίησή της δεν αποσκοπεί στην δημιουργία μιας γερμανικής Ευρώπης αλλά, αντίθετα, στην δημιουργία μιας ευρωπαϊκής Γερμανίας. Οι υπόλοιποι αποδέχθηκαν αυτούς τους όρους λειτουργίας του ενιαίου νομίσματος, προκειμένου να αντικαταστήσουν τα αδύνατα ως προς το μάρκο εθνικά τους νομίσματα και τις αναποτελεσματικές εθνικές νομισματικές πολιτικές με ένα ευρωπαϊκό νόμισμα που θα ήταν το ίδιο ισχυρό, το ίδιο αξιόπιστο και το ίδιο σταθερό όσο και το μάρκο και με ενιαία ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική. Όμως, σύμφωνα με τους όρους της Γερμανίας, αυτή η νομισματική πολιτική θα έπρεπε να έχει ως πρωταρχικό στόχο την σταθερότητα των τιμών.

Αυτή ήταν η συμφωνία και αποτελεί μέρος της προϊστορίας και όχι της ιστορίας του ευρώ, γιατί αυτά τα θέματα δεν αποτέλεσαν καν αντικείμενο διαπραγμάτευσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Τα περιβόητα κριτήρια για την δημιουργία της ευρωζώνης και στην συνέχεια για την είσοδο σε αυτήν, τα οποία περιλαμβάνονται στην Συνθήκη, δεν είναι τίποτε άλλο από κριτήρια ελέγχου της τήρησης των προσυμφωνημένων προδιαγραφών. Η συνέχεια είναι γνωστή. Έντεκα χώρες συμμετέχουν στην δημιουργία της ευρωζώνης το 1999 και μία δωδέκατη, η Ελλάδα, προστίθεται το 2001. Άλλες τέσσερις προσετέθησαν με την διεύρυνση του 2004.

Όπως επισημαίνει και ο κ. Γ. Γληνός στην μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ για την δυναμική του ευρώ, από όσα προηγούνται ένα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι το σχετικό εγχείρημα υπόκειται στην δυναμική ισορροπία της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όλοι γνώριζαν ότι η Νομισματική Ένωση είναι ατελής χωρίς μία πιο συγκροτημένη κοινή δημοσιονομική πολιτική και χωρίς την ύπαρξη «δανειστή εσχάτης ανάγκης» (lender of last resort). Όλοι γνώριζαν ότι αυτό το πρόβλημα κάποια στιγμή θα αναδεικνυόταν. Και όμως, ούτε οι Γερμανοί, που φοβόντουσαν την δημοσιονομική επιβράδυνση, μπόρεσαν να αποτρέψουν την δημιουργία του ευρώ, αλλά ούτε και οι άλλοι μπόρεσαν να δώσουν στην Οικονομική Ένωση σημαντικότερες δημοσιονομικές διαστάσεις πέρα από το να αποδεχθούν την θέσπιση κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Υπήρχε, βεβαίως, η δημοσιονομική συνδρομή από τον κοινοτικό προϋπολογισμό στις αδύναμες οικονομίες, μέσω της πολιτικής της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής. Η συνδρομή όμως αυτή, λόγω της φύσης της αλλά και του μεγέθους του κοινοτικού προϋπολογισμού, σε καμμία περίπτωση δεν συνιστούσε κοινή δημοσιονομική πολιτική. Κατά συνέπεια, μόνον αυτού του είδους την Νομισματική Ένωση μπορούσε να κάνει η Ευρώπη και αυτήν έκανε. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι δεν μπορούσε και να την αποφύγει. Η δυναμική της ενοποίησης την επέβαλλε. Αυτό σημαίνει δυναμική ισορροπία. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι στην συνέχεια και υπό το φως της εφαρμογής στην πράξη του εγχειρήματος, αργά ή γρήγορα θα είχαμε εξελίξεις. Φαίνεται ότι η παρούσα κρίση τις επιταχύνει.

Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι το εγχείρημα, πέρα από τα τεχνικά του χαρακτηριστικά και τα αυστηρά νομισματικά και δημοσιονομικά κριτήρια, ήταν πολιτικό. Οι Γερμανοί και άλλοι σκληροί υπερασπιστές της δημοσιονομικής πειθαρχίας αποδέχθηκαν κάποιες μαγικές πολιτικές λέξεις στην Συνθήκη του Μάαστριχτ, γνωρίζοντας τους κινδύνους πολιτικής ερμηνείας κατά τις διαπραγματεύσεις. Στο τέλος, αποδέχθηκαν χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις την πολιτική ερμηνεία των δημοσιονομικών κριτηρίων με αντάλλαγμα την υιοθέτηση του Συμφώνου Σταθερότητας, που οργάνωνε καλύτερα τους κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας τους οποίους προέβλεπε η Συνθήκη, εισάγοντας στο σύστημα και την λογική της οικονομικής συγκυρίας. Πράγματι, χωρίς το Σύμφωνο Σταθερότητας, η Συνθήκη του Μάαστριχτ στήριζε την δημοσιονομική πειθαρχία μόνον στην λογική της ηθικής δεοντολογίας. Η άλλη πλευρά αποδέχθηκε βεβαίως το Σύμφωνο Σταθερότητας, προσθέτοντας όμως –με πρωτοβουλία της Γαλλίας και για πολιτική κατανάλωση της τότε νεοεκλεγείσας σοσιαλιστικής κυβέρνησης– μία ακόμη μαγική πολιτική λέξη, την ανάπτυξη: Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Τέλος, θα μπορούσαμε βέβαια να πούμε ότι ο πολιτικός χαρακτήρας του εγχειρήματος φάνηκε και από το γεγονός ότι, από το 2001 μέχρι το 2004, στην Ευρώπη των 15, τρεις μόνον χώρες –το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία και η Σουηδία– δεν συμμετέχουν στην ευρωζώνη. Και αυτό συνέβαινε επειδή δεν το επιθυμούσαν οι ίδιες για πολιτικούς λόγους και όχι γιατί δεν εκπλήρωναν τις προϋποθέσεις συμμετοχής. Στοιχείο, όμως, της δυναμικής ισορροπίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι και οι διαδοχικές διευρύνσεις. Γι αυτό σήμερα έχουμε άλλες οκτώ νέες χώρες της ΕΕ που δεν συμμετέχουν, γιατί δεν εκπληρώνουν ακόμα τα κριτήρια. Αυτό, ωστόσο, είναι προσωρινό. Η πολιτική βούληση είναι να συμμετάσχουν όλες.

Σήμερα, αυτή η πολιτική βούληση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις συμπεριφορές των «σπάταλων» χωρών της ΕΕ, σε μία κρίσιμη για την Ευρώπη περίοδο. Δεν αρκεί κάποιοι βαθυστόχαστοι συνομωσιολόγοι να μάς λένε ότι οι «κερδοσκόποι» βυσσοδομούν κατά Ελλάδος και Ευρώπης. Προέχει να μάς πουν και γιατί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: