The New York Times
Την περασμένη εβδομάδα, η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung φιλοξένησε συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού της Ισπανίας Χοσέ Μαρία Αθνάρ. Ενα από τα ερωτήματα που του έθεσε ήταν το εξής: «Μήπως η ελληνική κρίση αποδεικνύει ότι η Γερμανία έγινε πιο εγωιστική, εθνικιστική και λιγότερο ευρωπαϊκή χώρα;». «Οχι απαραίτητα», απάντησε με διπλωματικό τρόπο ο κ. Αθνάρ. Προσέθεσε όμως με νόημα ότι αν και η Γερμανία δεν έχει υποχρέωση να πληρώνει για τα λάθη των άλλων, «πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι έχει αυξημένες ευθύνες μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Το γερμανικό αίνιγμα έχει τεθεί και με άλλους τρόπους τις τελευταίες ημέρες. Ο Ούλριχ Μπεκ, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και στο London School of Economics, διερωτήθηκε, για παράδειγμα, τις προάλλες, «αν η Γερμανία θεωρεί ότι έφτασε η ώρα να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στα δεσμά της Ευρώπης και τον φθόνο των γειτόνων της. Αν εγκατέλειψε πλέον το όραμα που είχε για την ενωμένη ήπειρο». Οπως θα δούμε παρακάτω, η απάντηση που έδωσε μάλλον εμπνέει ανησυχία, παρά καθησυχάζει.
Από την αρχή της κρίσης, η Αγκελα Μέρκελ κατέστησε σαφές ότι τα γερμανικά συμφέροντα προηγούνται των ευρωπαϊκών. Για παράδειγμα, ταλαντεύτηκε ως προς την ανάγκη παροχής βοήθειας στην Ελλάδα, μόνο και μόνο επειδή συνάντησε αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας. Ο 91χρονος πλέον πρώην καγκελάριος της χώρας, Χέλμουτ Σμιτ, δεν έκρυψε τον προβληματισμό του για την εξέλιξη αυτή. Οπως μου είπε «η γερμανική πολιτική ηγεσία δεν αντιλαμβάνεται ότι η χώρα πρέπει να προσδέσει τη μοίρα της σε μια ευρύτερη οντότητα, την Ε. Ε. Ο δεσμός της με την Ευρώπη θα λειτουργήσει προς το γερμανικό συμφέρον, αλλά οι πολιτικές ελίτ του Βερολίνου δεν το καταλαβαίνουν. Κάτι ανάλογο όμως συμβαίνει και στη Γαλλία». Οι απόψεις του Σμιτ έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη Γερμανία. Ανάλογες όμως ήταν και οι εκτιμήσεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών της χώρας, Γιόσκα Φίσερ, ο οποίος μου τόνισε ότι σε συζητήσεις που είχε πρόσφατα με νέους Γερμανούς πολιτικούς, κατάλαβε ότι «δεν επενδύουν πλέον ούτε πολιτικά ούτε ψυχικά στην Ευρώπη. Θεωρούν ότι η Ε. Ε. είναι απλώς εμπορικός εταίρος».
Από την πλευρά του, ο Βόλφανγκ Σόιμπλε, νυν υπουργός Οικονομικών και πρώην προσωπάρχης του Χέλμουτ Κολ, αντέκρουσε τις προαναφερθείσες αιτιάσεις, λέγοντάς μου ότι «η Γερμανία αναλαμβάνει τις ευθύνες της και είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί τη σταθερότητα της Ευρωζώνης και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα γενικότερα». Εν τούτοις, ο Χανς Ούλριχ Κλόζε, διευθυντής του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών για θέματα σχέσεων με την Αμερική και στέλεχος των Σοσιαλδημοκρατών, ήταν πολύ πιο επιθετικός: «Αυτό που ορισμένοι εταίροι μας ονομάζουν γερμανικό εθνικισμό είναι η άρνηση του Βερολίνου να πληρώνει για όλους τους άλλους. Πρέπει να καταλάβουν ότι δεν μπορούμε πια να πληρώνουμε».
Ο Ούλριχ Μπεκ εξηγεί τις παραπάνω αντιδράσεις, χαρακτηρίζοντάς τις εκφάνσεις του νέου γερμανικού «ευρω-εθνικισμού». Οπως γράφει ο έγκριτος κοινωνιολόγος, η γερμανική πολιτική γίνεται όλο και πιο εθνοκεντρική και το παραδοσιακό πνεύμα συνεργασίας υποχωρεί. Πρόκειται για μια ιδεολογική τάση που παρατηρείται και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, ενώ η οικονομική κρίση ήταν πιθανότατα μια αφορμή για να εκδηλωθεί με πιο ανοιχτό τρόπο. Είναι ενδεικτικό ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, η Αγκελα Μέρκελ δεν έκρυψε ότι θέλει να δημιουργήσει μία «Γερμανική Ευρώπη», να στρέψει δηλαδή την κατεύθυνση της ενωσιακής διαδικασίας προς τις βλέψεις του Βερολίνου. Με άλλα λόγια, η Γερμανία δεν είναι πια η πιο φιλοευρωπαϊκή χώρα στην Ε. Ε, αλλά ένα κράτος που υποτιμά τους ευρωπαϊκούς του δεσμούς.
Είναι άραγε αυτή μια ακριβής εκτίμηση της κατάστασης; Ο Χέλμουτ Σμιτ φαίνεται να συμφωνεί. Σύμφωνα με τους γερμανικούς Financial Times, στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί και η περυσινή απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, με την οποία εξέφρασε τη διαφωνία του στην εκχώρηση περαιτέρω αρμοδιοτήτων σε κοινοτικά όργανα, επειδή η Ευρώπη έχει υποτίθεται «έλλειμμα δημοκρατίας». Επίσης, το νέο γερμανικό Σύνταγμα, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ από το 2016, απαγορεύει την πρόβλεψη ελλειμμάτων άνω του 0,35% στον γερμανικό προϋπολογισμό, αντί για 3%, που είναι το όριο στο οποίο έχουν συμφωνήσει όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Πρόκειται για μια απόφαση, η οποία θα διαιωνίσει τα θετικά εμπορικά ισοζύγια της Γερμανίας και τα αντίστοιχα ελλείμματα των Ευρωπαίων εταίρων της. Οπως γράφει και ο Γάλλος οικονομολόγος, Ερίκ Λε Μπουσέρ, «η Γερμανία θέλει να αποσπάσει πελάτες από τα γαλλικά και ιταλικά προϊόντα, προκειμένου να αντισταθμίσει τις απώλειες από τα κινεζικά προϊόντα». Η αποπληθωριστική πολιτική της Γερμανίας έρχεται επίσης σε ευθεία αντίθεση με τις συστάσεις των G20 να «αυξήσει την εσωτερική κατανάλωση».
Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι η Γερμανία έχει αλλάξει. Δεν είναι πια η χώρα που θυσίασε το νόμισμά της, προκειμένου να δεχθούν οι εταίροι της, την επανένωσή της. Το ερώτημα για τους άλλους Ευρωπαίους είναι πώς θα αντιμετωπίσουν αυτή τη νέα πραγματικότητα, την οποία φυσικά δεν είχαν προβλέψει όταν υπογράφονταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου