Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Χρειάζεται μια κρίση για να ενωθεί μια ήπειρος

του Γκαμπόρ Στέινγκαρτ*

Τα γενέθλια είναι διασκεδαστικά· οι ίδιες οι γέννες όμως, όχι και τόσο. Εκεί έχουμε ουρλιαχτά, βογγητά, και -ακόμα και στις ευκολότερες- το φόβο πως κάτι θα πάει στραβά. Οι γεννήσεις των κρατών δεν είναι ευκολότερες. Η αλήθεια είναι πως αυτό που οι απαισιόδοξοι (συμπεριλαμβανομένων, εδώ στον τόπο μου, ουκ ολίγων Γερμανών) βλέπουν σαν υπαρξιακή κρίση της Ευρώπης, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά οι τελευταίοι σπασμοί πριν τη γέννηση μιας νέας χώρας. Την ώρα που σωστά ανησυχούμε για το ελληνικό χρέος, ας ελπίζουμε πως αυτό που συμβαίνει κάτω από τα μάτια μας δεν είναι παρά το τέλος της αφηρημένης «ευρωζώνης» και η γέννηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.

Τα βήματα προς την ενοποίηση της Ευρώπης ήταν πάντα απότοκα κρίσεων. Οι καταστροφές των δύο παγκοσμίων πολέμων έπεισαν τους ηγέτες της ηπείρου να ξεχάσουν την ακαμψία των οριοθετημένων τους συνόρων (και μαζί με αυτά τον παλιό εθνικισμό και τον απομονωτισμό τους, που είχε οδηγήσει σε επανειλημμένες συγκρούσεις).

Αλλά πάλι, δεν ήταν τόσο ο ιδεαλισμός που συνέβαλε να αναδειχθεί η αναγκαιότητα της συνεργασίας τους. Από τις αρχές της δεκαετίας του '50, η απειλή του σοβιετικού κομμουνισμού έπαιξε πολύ πιο αποφασιστικό ρόλο. Οι συλλογικοί φόβοι λειτουργούν ως παράγοντες ενοποίησης τουλάχιστο όσο και τα συλλογικά οράματα· όπως είχε κάποτε πει ο καγκελάριος της Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ (Konrad Adenauer): «η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν το όνειρο ολίγων· ακολούθως έγινε η ελπίδα των πολλών· σήμερα είναι η αναγκαιότητα όλων».

Κατά τη διάρκεια του «ψυχρού πολέμου», η «ευρωπαϊκή κοινότητα» (ΕΟΚ) συμπεριέλαβε νέα μέλη και άρχισε να δημιουργεί νομισματικές σχέσεις ανάμεσά τους. Αν και πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες επιχείρησαν να αναπτύξουν μια τεκμηριωμένη οικονομική επιχειρηματολογία για την επικείμενη συγχώνευση, η νομισματική ενότητα (ΟΝΕ) ήταν πάνω απ' όλα δημιούργημα της πολιτικής, ένα είδος νομισματικού δεσμού που σκοπό είχε να δεσμεύσει σε κοινή πορεία μια σειρά από πολύ διαφορετικά κράτη.

Ο συνδυασμός κρίσης κι ευκαιρίας έπαιξε ξανά το ρόλο του στις απαρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η γερμανική ενοποίηση πυροδότησε φόβους για ανάκαμψη του τευτονικού εθνικισμού και επανεμφάνιση μιας αντιδραστικής Ρωσίας. Μετά από πολυετή προβληματισμό, οδηγηθήκαμε τότε στη δημιουργία -και την ταχεία επέκταση- της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Αποκτήσαμε επίσης το ευρώ, ένα εργαλείο τουλάχιστο τόσο πολιτικό όσο και οικονομικό. Εκ κατασκευής, οι αυστηροί δημοσιονομικοί και νομισματικοί κανόνες του ευρώ θα εξανάγκαζαν τις ισχυρότερες οικονομίες να αποσταθεροποιήσουν τις αδύναμες, οδηγώντας τες σε στενότερη συνεργασία με τους εταίρους τους.

Μολοταύτα, οι προηγούμενες κρίσεις της ΕΕ παρέμεναν σε πολύ μεγάλο βαθμό στο περιθώριο της καθημερινότητας των πολιτών της, και δεν επηρέαζαν σε σημαντικό βαθμό τη δημόσια αντίληψη. Αλλά αυτό άλλαξε με τη συζήτηση για την ανάγκη να διασωθεί η σπάταλη Ελλάδα, πράγμα που ίσως και να εξηγεί γιατί αυτή η κρίση θεωρήθηκε πολύ σοβαρότερη από κάθε προηγούμενη.

Κατά πάσα πιθανότητα, οι ιστορικοί θα θεωρήσουν πως η 9η Μαΐου συνιστά σημείο καμπής. Τότε ήταν που, κλεισμένοι σε μια αίθουσα συνεδριάσεων στις Βρυξέλλες, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να διαθέσουν ένα δίκτυ προστασίας 750 δις ευρώ (σχεδόν 1 τρις δολαρίων) για τα κράτη-μέλη της νότιας ακτής της ΕΕ. Ακόμα και η «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ) που θεωρούνταν ως εκείνη τη στιγμή ανεξάρτητη, προσχώρησε χωρίς τυμπανοκρουσίες στο πολιτικό σχέδιο σωτηρίας των κλυδωνιζόμενων κρατών-μελών.

Αν και είναι βέβαιο πως κανείς τους δε θα το παραδεχόταν, η αλήθεια είναι πως οι άνδρες και οι γυναίκες που συμμετείχαν σε εκείνη τη συνεδρίαση αποτέλεσαν το πρώτο οικονομικό υπουργικό συμβούλιο της Ευρώπης, που εκπόνησε πολιτική επί τόπου, όπως ακριβώς θα συνέβαινε σε κάθε «κανονικό» κράτος.

Είναι αλήθεια πως οι αγορές πανικοβλήθηκαν από τη σχεδόν καθημερινή αλλαγή των κανόνων διακυβέρνησης της ευρωζώνης. Αλλά αυτό ήταν δείγμα προόδου, όχι διάλυσης. Σύμφωνα με τη συνθήκη της ΟΝΕ , που υπογράφτηκε το 1999, τα κράτη-μέλη της δεν έπρεπε επ' ουδενί να αναλάβουν μέρος του χρέους άλλου κράτους-μέλους, ενώ η ΕΚΤ -που κατασκευάστηκε κατ' εικόνα της γερμανικής «μπούντεσμπανκ»- υποτίθεται πως θα έπρεπε να προασπίζεται πάση θυσία τη νομισματική σταθερότητα.

Στην τρέχουσα όμως κρίσιμη συγκυρία, η Ευρώπη αποφάσισε πως η ΟΝΕ δεν ήταν πια αρκετή, και πως άξιζε τον κόπο να θυσιαστούν οι συμπεφωνημένοι κανόνες λειτουργίας της στο βωμό της πολιτικής σύσφιξης των σχέσεων των κρατών-μελών της.

Από εδώ και πέρα, οι προϋπολογισμοί των βορείων και των νοτίων κρατών-μελών θα συνδέονται οργανικά! Και αυτό δεν προέκυψε από κάποιον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, αλλά από (για μια ακόμα φορά!) μια κρίση. Ναι μεν την προηγούμενη εβδομάδα η Γερμανία προχώρησε σε μια απροσδόκητη μονομερή απαγόρευση των ακάλυπτων παραγώγων, αλλά αυτή είναι μάλλον μία κίνηση εξευμενισμού του αγριωπού εγχώριου λαϊκισμού, παρά προάγγελος όσων πρόκειται να ακολουθήσουν. Η αλήθεια είναι πως παρόμοιες «εθνικές» αποφάσεις θα γίνονται όλο και πιο σπάνιες.

Έχοντας πλέον εισέρθει σε μια νέα εποχή χάραξης πανευρωπαϊκών πολιτικών αποφάσεων, η Ευρώπη θα χρειαστεί πλέον να παίξει κυνηγητό με το πολιτικό της σύστημα. Ήδη σήμερα, εκατομμύρια Ευρωπαίοι νιώθουν αποξενωμένοι από τις Βρυξέλλες· προκειμένου να επιβιώσουν τα επιτεύγματα της τρέχουσας κρίσης, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει πλέον να βρουν έναν τρόπο ώστε να βεβαιωθούν πως θα εισακούεται η φωνή των πολιτών στην πολιτική διαδικασία. Είναι πλέον δεδομένο πως η Ευρώπη είναι χώρος λήψης πολιτικής αποφάσεων· μένει πια να γίνει πιο δημοκρατικός.

Η συνειδητοποίηση της σημασίας των γεγονότων που εξελίσσονται αυτήν την περίοδο θα χρειαστεί χρόνο. Ο τύπος μιλάει για μοιραία κρίση, ενώ οι επικεφαλίδες θα έπρεπε να αναφέρονται σε γεννητούρια. Τώρα μένει να κρατήσουμε την αναπνοή μας -και να ελπίσουμε πως το μωρό θα ζήσει.

* Ο Gabor Steingart είναι αρχισυντάκτης της γερμανικής οικονομικής εφημερίδας «Χάντελσμπλατ»

Δεν υπάρχουν σχόλια: