Αρκετοί είναι αυτοί που προβλέπουν το τέλος των εφημερίδων και βιβλίων. Πόσο δίκιο έχουν;
Ο ρόλος ενός δημοσιογράφου –αν παραδεχθούμε ότι η δημοσιογραφία είναι μία ανεπεξέργαστη γραφή της Ιστορίας– σίγουρα δεν μπορεί να είναι αυτός του προφήτη. Ο δημοσιογράφος μπορεί όμως, αν διαθέτει επαρκείς γνώσεις και αναλυτική ικανότητα, να κάνει προβλέψεις, αφήνοντας ωστόσο ανοικτό το πεδίο της επαλήθευσης ή της διάψευσής τους. Προβλέψεις που εδράζονται σε συγκεκριμένα γεγονότα όπως αυτά εξελίσσονται και όχι σε υποκειμενικές συναισθηματικές παρορμήσεις. Ο δημοσιογράφος θα πρέπει ταυτοχρόνως να χρησιμοποιεί και την σωκρατική μέθοδο των ερωτήσεων, για τις οποίες δεν υπάρχουν βεβαίως εκ προοιμίου απαντήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ένας άνθρωπος της δημοσιογραφίας και της επικοινωνίας θα μπορούσε να παρατηρήσει τέσσερα ανατρεπτικά φαινόμενα που θα τον οδηγούσαν στο αναπόφευκτο ερώτημα: μπήκαμε στην αρχή του τέλους των εφημερίδων;
Είναι σαφές ότι ο 21ος αιώνας, του οποίου την πρώτη δεκαετία ήδη βιώσαμε ποικιλοτρόπως, θα είναι όπως όλα δείχνουν αυτός της επικοινωνίας. Και μάλιστα, μιας επικοινωνίας που θα έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα. Έτσι, για το καλύτερο ή το χειρότερο, ο αιώνας αυτός θα είναι ο αιώνας του θριάμβου των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ). Όμως, όπως ήδη δείχνουν οι εξελίξεις, ο θρίαμβος αυτός θα λάβει χώρα από τον διπλό αστερισμό της εικόνας και της στιγμής. Η εικόνα αναδεικνύει την κυριαρχία του συναισθήματος πάνω στην λογική και στην γνώση, ενώ η στιγμή, τυραννική και επιθετική, διώκει την διάρκεια και εξουδετερώνει την μνήμη. Μέσα λοιπόν σε αυτό το νέο περιβάλλον, το οποίο κυριαρχείται από την «άχρηστη γνώση» και από την «πολιτική-θέαμα-ψέμμα», τα ερωτήματα που έρχονται στο προσκήνιο είναι πολλά και ζωτικά.
Πρέπει να τιθασσευτεί η ισχύς των ΜΜΕ; Και αν ναι, με ποιον τρόπο; Πού σταματά η ευθύνη των δημοσιογράφων; Τί είναι τελικά η ελευθερία του τύπου; Ποιες σχέσεις διατηρούν τα ΜΜΕ με την πολιτική εξουσία και με την Δικαιοσύνη; Πόσο θέατρο παίζουν πολιτικοί και δημοσιογράφοι; Οι πωλητές τρόμου και μαζικής βλακείας ασκούν δημοσιογραφικό έργο; Ποια η στάση του πολίτη απέναντι στην ψευδολογία, στην λασπολογία και στην συνειδητή παραπλάνησή του; Γιατί η νοθεία τιμωρείται στο εμπόριο και στην βιομηχανία και όχι στην δημοσιογραφία; Αυτά ήταν μερικά από τα ερωτήματα που 200 δημοσιογράφοι, πολιτικοί και διανοούμενοι εξέτασαν πρόσφατα στην γαλλική πόλη Μονπελιέ, στο πλαίσιο μιας σημαντικής συνάντησης που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της γαλλικής εφημερίδας Λε Μοντ και του ραδιοφωνικού σταθμού Γαλλία-Κουλτούρα. Όσο για τις απαντήσεις, υπήρξαν πολύτιμες για την δημοκρατία και σίγουρα αποτέλεσαν έναυσμα για βαθύ προβληματισμό.
Έναν προβληματισμό άγνωστο στην χώρα μας, σε μία περίοδο που ο λαϊκισμός, ο ρατσισμός, η παραπληροφόρηση και η υπεραπλούστευση τείνουν να γίνουν μόνιμο δημοσιογραφικό καθεστώς. Με αποτέλεσμα, η κοινή γνώμη να συνταυτίζει την πληροφορία με το εύκολο και το ευτελές και, τελικά, να μεταβάλλεται σε χύδην όχλο. Τίθεται έτσι, τόσο στην χώρα μας όσο και αλλού, ένα σοβαρό πρόβλημα ποιότητας της δημοκρατίας. Όταν οι ειδήσεις κατασκευάζονται και τα συνθήματα προεπιλέγονται από τους παραγωγούς ειδήσεων, τότε για ποια δημοκρατία μπορούμε να ομιλούμε; Και σε ποιους;
Από την άλλη πλευρά, παρατηρούνται στην εποχή μας τρεις επαναστάσεις που εξελίσσονται σχεδόν ταυτόχρονα: η γενίκευση της ψηφιακής τεχνολογίας, η απότομη πτώση του ενδιαφέροντος των νέων για το γραπτό κείμενο και την ενημέρωση, καθώς και η εγκατάλειψη της ενημέρωσης ως προνομιούχου μέσου υποδοχής της διαφήμισης, γεγονός που αφανίζει την κύρια πηγή εσόδων της.
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις αρκούν για να θέσουν σε κίνδυνο την επιβίωση των εφημερίδων και κατά κύριο λόγο των καθημερινών. Θέτουν όμως σε κίνδυνο και την ποιοτική ενημέρωση, γεγονός πολύ οδυνηρό για το μέλλον των δημοκρατικών καθεστώτων. Όταν λοιπόν βιώνουμε παρόμοιες ανατροπές, όλα πρέπει να επανεξεταστούν. Το κύριο δε θέμα δεν είναι να κάνουμε μεταρρυθμίσεις για να συνεχίσουμε όπως πριν, αλλά να επινοήσουμε το νέο. Ασφαλώς δε, αν οι όροι οργάνωσης του δημόσιου βίου, στον χώρο του οποίου συγκρούονται απόψεις, ανατραπούν υπό το φως γεγονότων, τότε θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν ακόμα και οι προϋποθέσεις της δημοκρατίας.
Μέσα σε αυτή την συγκυρία, όπου η αβεβαιότητα αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της, το τέλος των εφημερίδων έχει αναγγελθεί στον αναπτυγμένο κόσμο από την αρχή της δεκαετίας τού 1990. Την ίδια περίοδο, εξάλλου, είχε αναγγελθεί και το τέλος των βιβλίων, καθώς και όλου του έντυπου πολιτισμού. Βέβαια, εκείνη την εποχή οι εφημερίδες ζούσαν την χρυσή τους περίοδο, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ όπου το γόητρό τους είχε ενισχυθεί από την γνωστή υπόθεση του Γουώτεργκέϊτ. Η υπόθεση αυτή υπήρξε η αποθέωση της ερευνητικής δημοσιογραφίας και η γοητεία της κράτησε μέχρι την άφιξη του Διαδικτύου.
Είναι λοιπόν σαφές ότι τα 20 τελευταία χρόνια οι εφημερίδες δεν έχουν πεθάνει. Γιατί όμως; Πιθανότατα, το όπλο τους είναι η τεχνογνωσία της παραγωγής, της ταξινόμησης και της ιεράρχησης αξιόπιστων πληροφοριών. Ίσως πάλι, γιατί οι υλικές ιδιότητές τους –που τις συνδέουν με βαθειά ριζωμένες νοοτροπίες– τις κάνουν αναντικατάστατες. Ναι, το χαρτί φθίνει, αν και υπάρχει μεγάλος προβληματισμός κατά πόσον οι άνθρωποι, τουλάχιστον στο άμεσα ορατό μέλλον, θα μπορέσουν να απομακρυνθούν από την υλικότητα και την πεπερασμένη φύση της χάρτινης, της έντυπης εφημερίδας. Το ξεφύλλισμα της εφημερίδας έχει ένα στοιχείο καταγωγικής ηδονής.
Όμως, το τοπίο των ΜΜΕ έχει αλλάξει, γράφει ο Νίκος Μπακουνάκης. Οι αλλαγές, προσθέτει, είναι δραματικές και αυτές ακριβώς ορίζουν την γενικευμένη κρίση. Βασικό χαρακτηριστικό του νέου τοπίου είναι η κρίση του παραδοσιακού επιχειρηματικού-οικονομικού μοντέλου, που χρηματοδοτεί την παραγωγή και την διασταύρωση της πληροφορίας. Το μοντέλο αυτό παρέμεινε ισχυρό και σταθερό επί δύο αιώνες, ενσωματώνοντας τις τεχνολογικές καινοτομίες όπως το ραδιόφωνο και η τηλεόραση τον 20ο αιώνα ή ο τηλέγραφος τον 19ο αιώνα. Η κρίση του συμβαδίζει –αν δεν είναι το αποτέελεσμα– με την ανάδυση νέων συστημάτων παραγωγής και διανομής ειδήσεων, τα οποία ήδη ονομάζουμε συναθροιστές ειδήσεων (aggregators), όπως το Google ή το Yahoo!, συμμετοχικά μέσα (participatory media), γενικότερα web-native media, δηλαδή Μέσα που εμφανίζονται με το Διαδίκτυο ή, αν τα δούμε από την πλευρά του ποιος παράγει, ποιος ελέγχει το περιεχόμενο, ποιος το διανέμει, ποιος παίρνει τις ειδικές αποφάσεις, τα ονομάζουμε author-centric (τα μπλογκ) και audience-driven media (το Facebook, το Twitter, κ.α.).
Η διαδικτυακή σελίδα γίνεται το brand. Ο καθένας γίνεται εκδότης του εαυτού του. Το δίκτυο δημιουργεί κοινότητες εμπειριών ή ενδιαφερόντων που παρακάμπτουν και υπερβαίνουν τις γεωγραφικές κοινότητες, με τις οποίες είναι συνδεδεμένες οι εφημερίδες –το έντυπο δεν μπορεί να υπάρξει έξω από μία ορισμένη γεωγραφία. Το δίκτυο προκαλεί κυρίως την μαζική «μετανάστευση» των πληροφοριών προς αυτό –αλλά, προσοχή, όχι την μαζική μετανάστευση των εφημερίδων. Η πληροφορία, ένα προϊόν του οποίου η παραγωγή κοστίζει πανάκριβα, στο Διαδίκτυο δεν έχει πλέον αγοραστές. Καθώς στο Ίντερνετ η πληροφορία διανέμεται δωρεάν σε ποσοστό 99%, τουλάχιστον μέχρι τώρα, η ανταποδοτικότητά της εξαφανίζεται.
Εξυπακούεται ότι η κρίση του παραδοσιακού επιχειρηματικού μοντέλου είναι και κρίση της παραγωγής ειδήσεων. «Η σημερινή ροή των δωρεάν ειδήσεων δεν είναι βιώσιμη. Οι ειδήσεις είναι ακριβές, η συλλογή και η παρουσίασή τους κοστίζουν και αν οι αναγνώστες δεν είναι πρόθυμοι να πληρώσουν γι αυτό που παίρνουν, το ρεύμα θα στερέψει. Το Google, το Yahoo! και οι άλλοι που χτίζουν τις ιστοσελίδες τους με αυτά που άλλοι παράγουν, θα ανακαλύψουν κάποια στιγμή ότι τα νέα εξαφανίστηκαν», παρατηρεί Αμερικανός ειδικός.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Φιλοδοξία αυτού του μικρού πονήματος είναι να προσφέρει κεντρίσματα για την διάγνωση των παραπάνω ανατροπών και να ανιχνεύσει τις απαντήσεις που πρέπει να δοθούν. Δεν λέμε ότι όλες οι εφημερίδες θα κατεβάσουν ρολά αύριο το πρωί, αλλά ότι έχουμε μπει σε μία περίοδο «χάους». Το χάος είναι η περίοδος των πειραματισμών, όχι των ψευδαισθήσεων. Όπως γράφει ο Νταβίντ Πουλέ, πρέπει να τεθεί υπό συζήτηση ακόμη και το όνειρο μιας ειρηνικής μετάβασης από το «έντυπο προς το Διαδίκτυο», το πέρασμα από το χαρτί στο Ίντερνετ, από την στιγμή μάλιστα που η αποδοτικότητα των ενημερωτικών ιστοτόπων στο Διαδίκτυο είναι ανύπαρκτη σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορούμε να δηλώνουμε στα σοβαρά πως είναι πιθανό να μην επιτευχθεί πριν περάσει πολύς καιρός.
Οι μεταβάσεις, ακόμη και οι επαναστατικές, είναι μερικές φορές μακροχρόνιες. Ξέρουμε ότι είναι δύσκολο να παραδεχθούμε πως ένας κόσμος τελειώνει, να πάρουμε απόφαση ότι θα δούμε να εξαφανίζεται κάτι που γνωρίζαμε σε όλη μας την ζωή. Το να επαναλαμβάνουμε ότι ένας κόσμος χωρίς εφημερίδες είναι αδιανόητος, δεν μάς απαλλάσσει από την ευθύνη να διαπιστώσουμε χωρίς ψευδαισθήσεις την έκταση του προβλήματος για να μπορέσουμε να το αντιμετωπίσουμε και να βρούμε καινούργιους δρόμους.
Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για εκδότες, δημοσιογράφους και άλλους επαΐοντες, που θα πρέπει βεβαίως να ατενίσουν το μέλλον με σοβαρότητα και ανοικτά μυαλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου