του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Κάθε φορά που συμβαίνει μία καταστροφή, ισχύουν σε μεγάλο βαθμό δύο πράγματα. Πρώτον, το «ο σώζων εαυτόν, σωθήτω» και, δεύτερον, η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων που δίνονται «βορά» στον λαό.
Στην σημερινή Ελλάδα, λοιπόν, την ώρα που το φαυλοκρατικό πολιτικό μας σύστημα –με αποκλειστική και πολύχρονη δική του ευθύνη– μπήκε σε φάση αποσυνθέσεως, ο καθένας τραβά το πάπλωμα επάνω του. Οι δε πρωταγωνιστές του συστήματος αυτού δεν ενδιαφέρονται για την εξυγίανσή του, αδιαφορούν για την ριζική έξοδο της χώρας από την κρίση της και πρώτο μέλημά τους είναι η απόδοση ευθύνης στους …αιώνιους άλλους. Τί το πιο εύκολο και βολικό τού να οδηγηθούν στην πυρά επιχειρηματίες, επιχειρήσεις και συγκεκριμένοι παραγωγικοί κλάδοι.
Η αρχή έγινε από την επίθεση υπουργών και αρχηγών κομμάτων κατά του προέδρου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου, με αφορμή τα αυτονόητα που είπε στην επίσημη εκδήλωση της γενικής συνελεύσεως του ΣΕΒ. Ακόμα χειρότερα, δύο μέρες αργότερα οι γνωστοί καρεκλοκένταυροι του πρώην υπουργείου Εμπορίου και Αναπτύξεως «ανακάλυψαν», ως νέοι Σέρλοκ Χολμς, ότι στον κλάδο των ειδών διατροφής και ποτών υπάρχουν «καρτέλ». Προφανώς δε, τα «καρτέλ» αυτά «πίνουν το αίμα του λαού», γι αυτό και θα πρέπει να σταλούν στο πυρ το εξώτερον.
Είναι κατάδηλο ότι το κυβερνών κόμμα αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους για να διασκεδάσει τα απαραίτητα σκληρά μέτρα που πρέπει να εφαρμόσει, όχι για να προωθήσει την ανάπτυξη της χώρας αλλά για να μπορεί να δανείζεται! Διότι περί αυτού πρόκειται. Από δανεικά έχει ανάγκη η κυβέρνηση και αυτά ψάχνει και όχι αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις και πρωτοβουλίες. Επειδή λοιπόν ο κλάδος των ειδών διατροφής είναι εκ της φύσεώς του κοντά στον πολίτη και την καθημερινή του κατανάλωση, τί το ευκολότερο από το να «κατηγορηθεί» ως υπεύθυνος της ακρίβειας –την οποία, κατά τα λοιπά, τροφοδοτεί το ίδιο το κράτος.
Προς γνώσιν της κυρίας υπουργού και των περί αυτήν «καρτελοφάγων» καταθέτουμε κάποια στοιχεία, έτσι, για να μην θεωρείται ότι άπαντες οι Έλληνες πάσχουμε από διανοητική αναπηρία.
Η κατανάλωση ειδών διατροφής αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το 18% περίπου του συνολικού οικογενειακού πρϋπολογισμού. Με άλλα λόγια, αν υπολογιστεί ότι το μέσο ετήσιο εισόδημα ενός νοικοκυριού τριών ατόμων σε σταθερές τιμές αγοραστικής δυνάμεως είναι περί τα 45.000 ευρώ, η δαπάνη για είδη διατροφής ανέρχεται στα 8.100 ευρώ. Απομένει να δει κανείς πού δαπανώνται τα υπόλοιπα 36.900 ευρώ και τί ποσό αντιπροσωπεύουν, για παράδειγμα, η κινητή τηλεφωνία, τα υγρά καύσιμα, τα φροντιστήρια και η ένδυση.
Σε εθνικό επίπεδο, τα «καρτέλ» των ειδών διατροφής προσφέρουν περί τις 350.000 θέσεις εργασίας, είναι ο κινητήριος μοχλός της μεταποιήσεως και η εγχώρια παραγωγή τους είναι αυξητική, την στιγμή που το σύνολο της μεταποιήσεως παρουσιάζει πάνω από το 4,5% πτώση. Από έρευνες της εταιρείας ερευνών Nielsen –τις οποίες γνωρίζει πολύ καλά η ηγεσία του υπουργείου Αναπτύξεως– προκύπτει ξεκάθαρα ότι, την τελευταία πενταετία, τα είδη διατροφής στο σύνολό τους και τα επώνυμα από αυτά παρουσιάζουν αυξήσεις αισθητά πιο κάτω από τον μέσο πληθωρισμό, ο οποίος εσχάτως τροφοδοτείται αποκλειστικά και μόνον από το υπερχρεωμένο φαυλοκρατικό κράτος μας και τα συναφή με αυτό κρατικά μονοπώλια.
Πρώτο μέλημα λοιπόν του αρμόδιου για την ανάπτυξη υπουργείου θα έπρεπε να είναι η βαθειά μελέτη τρόπων, μεθόδων και πρωτοβουλιών ικανών να προωθήσουν την αναχαίτιση της δραματικής υφέσεως και την κατακρήμνιση της παραγωγής. Αντ’ αυτού, οι «καρτελοφάγοι» ενδιαφέρονται περισσότερο για εξιλαστήρια θύματα, παρά για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Συνέλαβαν έτσι ένα σχέδιο νόμου βάσει του οποίου θα δημιουργηθούν στην χώρα «λαϊκά δικαστήρια αποκαταστάσεως ζημιών οι οποίες θα επέρχονται από παραβιάσεις κανόνων ανταγωνισμού». Και για να μην κάνουν κανένα λάθος οι ενάγοντες, το υπουργείο τούς προμήθευσε και τα ονόματα των «καρτέλ», ώστε το πανηγύρι να μην καθυστερήσει –διότι, διαφορετικά, πώς θα πορεύεται η κοινή γνώμη χωρίς τους βολικούς «κακούς»;
Κατά τα λοιπά, οι «καρτελοφάγοι» καλά θα έκαναν να διδαχθούν πρόσθεση και αφαίρεση. Περί διαιρέσεως και πολλαπλασιασμού δεν κάνουμε λόγο, γιατί είναι δύσκολες πράξεις. Έτσι, για παράδειγμα, αν στο ρύζι τρεις επιχειρήσεις έχουν ποσοστά συμμετοχής στην αγορά 29%, 19% και 14%, αυτό μάς δίνει συνολικό ποσοστό 62% και όχι 48% που αναφέρουν οι λίστες του υπουργείου. Το υπόλοιπο, ως εκ τούτου, που κατέχουν οι λοιπές εταιρείες, αντιπροσωπεύει 38% και όχι 17% που αναφέρουν οι «καρτελοφάγοι». Το δε ερώτημά μας είναι γιατί μια εταιρεία ρυζιού με ποσοστό συμμετοχής 19% στην αγορά είναι καρτέλ και δεν ισχύει το ίδιο για την ΔΕΗ, τα ΕΛΤΑ και πάει λέγοντας…
Τέλος, οι «καρτελοφάγοι» έχουν συνυπολογίσει στους εμβριθείς υπολογισμούς τους πόσο κοστίζουν στην οποιαδήποτε ελληνική επιχείρηση οι απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων, των λιμενεργατών και άλλων συντεχνιών, που αισίως μέχρι σήμερα έχουν συντρίψει όλα τα πανευρωπαϊκά ρεκόρ;
Όσο για τον ανταγωνισμό, είναι σκληρός στην ελληνική αγορά. Δυστυχώς, όμως, στην χώρα μας υπάρχουν λίγες καλές επιχειρήσεις που κυριαρχούν και οι άλλες που ακολουθούν. Συμβαίνει, ωστόσο, στα είδη διατροφής οι καλές επιχειρήσεις να μην είναι διαπλεκόμενες. Γι αυτό πρέπει να τιμωρηθούν. Εύγε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου