του Matthias Morys*
Ακόμη και μετά την έγκριση της συμφωνίας δανειοδότησης της Αθήνας από τον μεικτό μηχανισμό της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, αρκετοί πολιτικοί και αναλυτές, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό, συνεχίζουν να εμμένουν στην άποψη ότι η καλύτερη επιλογή για την Ελλάδα θα ήταν να κηρύξει στάση πληρωμών στα δάνειά της. Τα επιχειρήματά τους έχουν κάποια λογική βάση. Υστερα από μια τέτοια κίνηση, το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωνόταν αυτομάτως από το 13,6% του ΑΕΠ που είναι σήμερα, στο αρκετά πιο διαχειρίσιμο ποσοστό του 7%.
Η πτωτική πορεία του ελλείμματος θα συνεχιζόταν μάλιστα και τα επόμενα χρόνια, μειώνοντας αισθητά το άχθος της εξυπηρέτησης του χρέους. Πέραν αυτού, το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού χρέους ανήκει σε επενδυτές, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες του εξωτερικού, γεγονός που συνεπάγεται ότι οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας δεν θα είναι ανεξέλεγκτες. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και αν η Ελλάδα κήρυσσε στάση πληρωμών, κανείς δεν θα μπορούσε να την εξαναγκάσει να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τις συνθήκες.
Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν και σοβαρά αντικίνητρα απέναντι στη στάση πληρωμών. Το πρώτο είναι το κλασικό επιχείρημα ότι ύστερα από κάτι τέτοιο, οι αγορές θα διστάζουν να δανείσουν την Ελλάδα. Αν και η άποψη αυτή θεωρητικά ισχύει, δεν επιβεβαιώνεται στην πράξη. Η Ελλάδα είχε προχωρήσει στάση πληρωμών και το 1932 (επί κυβερνήσεως Βενιζέλου) και κατάφερε γρήγορα να επιστρέψει στις αγορές, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, πολλές έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι αγορές «ξεχνούν» γρήγορα τις «αμαρτίες» του παρελθόντος και είναι πρόθυμες να δανείσουν όσους χρεοκόπησαν μόλις αποκατασταθεί η ρευστότητα στο σύστημα.
Το δεύτερο επιχείρημα κατά της στάσης πληρωμών όμως είναι πολύ πιο σοβαρό: αν η κυβέρνηση της Αθήνας επέλεγε να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση, οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι ελληνικές τράπεζες θα στέγνωναν άμεσα από ρευστότητα. Για ποιο λόγο θα συνέβαινε αυτό; Διότι θα έχαναν για αρκετό καιρό την πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά, ενώ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα σταματούσε άμεσα να τους παρέχει ρευστότητα με εγγύηση ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Οσοι λοιπόν υποστηρίζουν την επιλογή της στάσης πληρωμών, θα πρέπει να εξηγήσουν στον κόσμο τι σημαίνει αυτό: ότι δηλαδή ο μέσος πολίτης δεν θα μπορεί να σηκώσει να χρήματά του από τον τραπεζικό του λογαριασμό, καθώς οι ελληνικές τράπεζες θα χρεοκοπήσουν.
Παρ’ όλα αυτά, οι αριθμοί της ελληνικής οικονομίας προκαλούν ανησυχία. Το χρέος της χώρας είναι ήδη το υψηλότερο στην Ε.Ε. και θα συνεχίσει να αυξάνεται δραματικά έως το 2014, πλησιάζοντας το 150% του ΑΕΠ. Ακόμη χειρότερο είναι ότι τα ελληνικά ομόλογα που λήγουν μέσα στην επόμενη πενταετία πλησιάζουν το 100% του ΑΕΠ, κάτι που σημαίνει ότι σύντομα η χώρα θα χρειάζεται να αποδίδει το 1/3 των χρημάτων που συγκεντρώνει από τη φορολογία στην εξυπηρέτηση του χρέους.
Η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση αυτή δεν είναι διατηρήσιμη. Υπάρχει άραγε άλλη διέξοδος; Το πακέτο στήριξης που προσέφεραν στην Ελλάδα Ε.Ε. και ΔΝΤ αποτελεί τον πρώτο πυλώνα για τη λύση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας. Ο δεύτερος πυλώνας θα μπορούσε να είναι μια αναδιαπραγμάτευση του χρόνου αποπληρωμής των δόσεων του υφιστάμενου εξωτερικού χρέους. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η Ελλάδα θα μπορούσε να μεταθέσει στο μέλλον τις δόσεις για περίπου 140 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα 240 που πρέπει συνολικά να αποπληρώσει τα επόμενα πεντέμισι χρόνια. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, χωρίς να χαρακτηριστεί επισήμως «χρεοκοπία» (με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για τη χώρα), χρειάζεται και η συναίνεση των δανειστών της Ελλάδας. Για να συμφωνήσουν, ενδεχομένως να ζητήσουν μεγαλύτερους τόκους. Η Ιστορία μάς διδάσκει πάντως ότι τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις είναι συνήθως μακρές και επίπονες. Ισως η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε ήδη ξεκινήσει.
* Ο κ. Matthias Morys είναι λέκτορας στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του York, στη Μεγάλη Βρετανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου