Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Το ευρώ και το φάσμα της επιστροφής του πολέμου στην Ευρώπη


του Τζον Κόρνμπλουμ*

Για τους πατέρες του ευρώ, το τέλος του ψυχρού πολέμου, το 1990, ήταν εξίσου εποχή ανησυχιών όσο και πανηγυρισμών. Κοιτούσαν το μέλλον με το μυαλό κολλημένο στο αιματηρό παρελθόν της ηπείρου. Θα λειτουργούσε αυτή η νέα Ευρώπη, κι ιδιαίτερα η ενοποιημένη Γερμανία, ως λίκνο νέων εθνικισμών, που θα αφύπνιζαν ξανά τον εφιάλτη του πολέμου στη γηραιά ήπειρο;


Ο Γερμανός Χέλμουτ Κολ (Helmut Kohl) και ο Γάλλος Φρανσουά Μιτεράν (François Mitterrand) -όπως και περίπου όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες από τότε- αντιλαμβάνονταν το κοινό νόμισμα μάλλον ως εξάρτημα ενός πολιτικού εγχειρήματος, της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που είχε σκοπό να απομακρύνει τους παλιούς εφιάλτες. Για αυτούς ένας κόσμος χωρίς ευρώ θα ήταν ένας κόσμος που θα απειλούνταν ευθέως από συρράξεις, ίσως κι από πολέμους.

Λόγο αυτών των φόβων, το ευρώ στήθηκε χωρίς να υφίστανται οι βασικές συμφωνίες και οι κοινοί θεσμοί που θα είχαν μετατρέψει την Ευρώπη σε πραγματική ενιαία οικονομική ζώνη. Το αποτέλεσμα είναι κάθε χώρα να ακολουθεί τη δική της ξεχωριστή οικονομική πολιτική: η Ελλάδα ξοδεύει, η Γερμανία αποταμιεύει. Οι αγορές αντιλήφθηκαν ταχέως τους «αδύναμους κρίκους» που απειλούσαν τη συνοχή ολόκληρου του ευρώ, και σχεδόν οδήγησαν στη χρεοκοπία κράτη-μέλη σαν την Ελλάδα και την Πορτογαλία.

Αλλά ακόμα και χωρίς το ευρώ, ο πόλεμος δεν θα είχε επιστρέψει στην Ευρώπη. Πολύ πλησιέστερη στην πραγματικότητα φαίνεται να είναι η πρόβλεψη που είχε διατυπώσει το 1997 ο καθηγητής οικονομίας στο Χάρβαρντ Μάρτιν Φελντστάιν (Martin Feldstein). Η άποψή του ήταν πως η δημιουργία του ευρώ θα οδηγούσε την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) σε μείζονα κρίση, μιας που τα προβλήματα της συνδιαχείρισης ενός κοινού νομίσματος από τόσο πολλά κράτη θα οδηγούσε σε προστριβές και στην αναβίωση του εθνικισμού.
Ο Φελντστάιν είχε δίκιο. Η τρέχουσα κρίση του ευρώ έχει ταλαιπωρήσει τόσο τους Ευρωπαίους που πολλοί υπέκυψαν στον πειρασμό της οξύτητας, ακόμα και του εθνικισμού.

Οι συγκρατημένοι, όλο ευγένεια, τρόποι που καλλιεργούνταν επί δεκαετίες στις σχέσεις ανάμεσα στους εταίρους της ΕΕ αποσυντέθηκαν σε θύελλα ύβρεων. Οι Γερμανοί αποκαλούν τους Έλληνες «τεμπέληδες», «διεφθαρμένους» κι εντελώς ηλίθιους. Τα γερμανικά ειδησεογραφικά μίντια σπρώχνονται πιο θα πρωτοπαρουσιάσει Έλληνες δισεκατομμυριούχους που αποφεύγουν τη φορολογία, πενηντάρηδες συνταξιούχους και μαρίνες κατάφορτες από τα σκάφη όσων έχουν πλουτίσει παράνομα. Ορισμένοι Γερμανοί πολιτικοί συμβουλεύουν την Ελλάδα να πουλήσει μερικά νησιά της για να αποπληρώσει τα χρέη της. Οι Έλληνες από τη μεριά τους ξαναπαίζουν το αντιναζιστικό χαρτί, κι ισχυρίζονται πως οι Γερμανοί τους χρωστούνε δισεκατομμύρια σε πολεμικές αποζημιώσεις.

Το 1990 κυριαρχούσε επίσης η εντύπωση πως το ευρώ θα απέτρεπε την κυριαρχία της ενοποιημένης Γερμανίας επί της Ευρώπης. Όρος για να υποστηρίξει η Γαλλία την επανένωση της Γερμανίας ήταν να αποδεχθεί η τελευταία τη δημιουργία του ευρώ. Όποτε θέλει να ζητήσει την οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας, της Πορτογαλίας ή όποιας άλλης χώρας έχει πρόβλημα, η Γερμανίδα καγκελάριος 'Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel) επαναλαμβάνει ακατάπαυστα το «μάντρα» «αν-αποτύχει-το-ευρώ-κινδυνεύει-ολόκληρο-το-ευρωπαϊκό-εγχείρημα». Αλλά η περασμένη εικοσαετία συνηγορεί μάλλον περί του αντιθέτου: οι Γερμανοί μεταρρύθμισαν την οικονομία τους και σήμερα, όχι μόνο δεν ελέγχονται από τους Γάλλους, αλλά καθορίζουν μονομερώς τις τύχες της ΕΕ των 500 εκατομμυρίων ανθρώπων.

Χωρίς το ευρώ η Γερμανία θα εξακολουθούσε να είναι η ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης, αλλά δε θα διέθετε τον πολλαπλασιαστή της ισχύος της που είναι σήμερα το κοινό νόμισμα. Η χρήση του ευρώ υπήρξε το ανάλογο της κατάχρησης των πιστωτικών καρτών από τους Αμερικανούς. Η δυνατότητα να δανείζονται με χαμηλά, «γερμανικά» επιτόκια, οδήγησε στη δημιουργία φούσκας ακινήτων στην Ιταλία και την Ισπανία, ενώ καλλιέργησε δανειστική μανία σε Έλληνες και τους Πορτογάλους.
Αυτός που επωφελήθηκε περισσότερο από την επιπολαιότητα των υπολοίπων κρατών-μελών δεν ήταν άλλος από τη Γερμανία, που πουλάει στους Ευρωπαίους εταίρους της το 75% των εξαγωγών της. Ακόμα κι αν η Ελλάδα χρεοκοπήσει, όλες οι μερσεντές και BMW στη χώρα αυτή πουλήθηκαν με ρευστό δανεισμένο από γερμανικές τράπεζες. Κι αυτά είναι κέρδη που κανείς δε θα ζητήσει πίσω.

Χωρίς το ευρώ θα είχαμε κατά πάσα πιθανότητα πολύ λιγότερη απερίσκεπτη κατανάλωση κι η Γερμανία δεν θα είχε εξελιχτεί στον οικονομικό γίγαντα που είναι σήμερα.

Επίσης  οι ευρωπαϊκές τράπεζες δε θα είχαν συμβάλει στο βαθμό που το έκαναν στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008: οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναζητούσαν κερδοφόρες επενδύσεις για τα πελώρια κέρδη που τους απέφερε ο δανεισμός όλου αυτού του πακτωλού χρημάτων στην Ελλάδα και τους νότιους εταίρους τους. Τι έκαναν λοιπόν; Επένδυσαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε ενυπόθηκα δάνεια και κλυδωνίστηκαν σοβαρά το 2007 και το 2008. Σήμερα οι ευρωπαϊκές τράπεζες παραπαίουν ξανά, καθώς αντιμετωπίζουν τη βαριά τους έκθεση σε κρατικά ομόλογα κρατών σαν την Ελλάδα, που τους απειλεί με βαριές ζημίες. Αυτός είναι εν μέρει ο βασικός λόγος που οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης και των ΗΠΑ υποσχέθηκαν αυτό το μήνα να ενισχύσουν κι άλλο τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ώστε να τις βοηθήσουν να αντεπεξέρθουν στα χρέη τους.

Αυτός επίσης είναι ο λόγος που ο υπουργός οικονομίας των ΗΠΑ Τίμοθι Γκάιτνερ (Timothy Geithner) έφτασε μέχρι την Πολωνία προκειμένου να εξαναγκάσει τους Ευρωπαίους να κάνουν επιτέλους κάτι για να λύσουν τα προβλήματά τους. Αυτοπροσκλήθηκε σε μια από τις πολυάριθμες συναντήσεις διαχείρισης κρίσεως στις οποίες επιδίδονται οι Ευρωπαίοι υπουργοί οικονομικών αναζητώντας απεγνωσμένα τρόπους να εξομαλύνουν κάπως την κατάσταση. Αλλά είναι φανερό πως ο Γκάιτνερ παρεξήγησε την κατάσταση: αγνοήθηκε πλήρως και στάλθηκε στην πατρίδα του με συμβουλές να τακτοποιήσει πρώτα τα του οίκου του, και μετά να φιλοδοξήσει να παραστήσει το συμβουλάτορα των Ευρωπαίων.

Το λάθος του Γκάιτνερ ήταν πως δεν κατανόησε πως τους Ευρωπαίους υπουργούς δεν τους απασχολούσαν τα ελλείμματα, ούτε καν η οικονομία! Αυτό που κυρίως τους ενδιαφέρει είναι πως να αποφύγουν το ενδεχόμενο ενός πολέμου. Είναι ο ίδιος παλιός φόβος που είχε άλλοτε κινητοποιήσει το Μιτεράν και τον Κολ. Ο Γκάιτνερ δεν κατανόησε αυτόν τον ευρωπαϊκό «μυστικό κώδικα». Η σύνοδος των Ευρωπαίων ιθυνόντων δεν αναζητούσε τρόπους αντιμετώπισης μιας οικονομικής κρίσης, αλλά τρόπους συνέχισης της αποφυγής κάθε δραστικής παρέμβασης στις κατεστημένες ευρωπαϊκές ισορροπίες!

Αυτή είναι ίσως η χειρότερη συνέπεια του τρόπου δημιουργίας το ευρώ. Αντί να κατασκευαστεί ένα νόμισμα αποδεσμευμένο από πολιτικούς υπολογισμούς, όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός, η διαχείριση του κοινού νομίσματος το μετέτρεψε σε «σάκο του μποξ» σε πολιτικές διελκυστίνδες και στην όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων Ευρωπαίων. Οι φτωχοί Ευρωπαίοι απορρίπτουν τα μέτρα λιτότητας που είναι αναγκαία για να φθάσουν στις γερμανικές προδιαγραφές και οι Γερμανοί αρνούνται να κάνουν ό,τι πρέπει για να οικοδομήσουν μια πραγματική οικονομική ένωση. Το αποτέλεσμα είναι το βήμα σημειωτόν.

Αντί για τα αποφασιστικά βήματα στα οποία τους καλούσε ο Γκάιτνερ, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θεωρούν πως η δέσμευσή τους υπέρ της «Ευρώπης» τις υποχρεώνει σε μικρά, διστακτικά βήματα που δε θα απειλούν τις σημερινές ισορροπίες εντός της ΕΕ. Αυτή η υπέρμετρη ανησυχία για τυχόν πυροδότηση ενδοευρωπαϊκών συρράξεων είναι άμεση κληρονομιά του Β' παγκοσμίου πολέμου, και συνοδεύει την ευρωπαϊκή ενοποίηση εκ γενετής, από το 1957. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπορεί να μην είναι ειδήμονες στην οικονομία, αλλά γνωρίζουν καλά τους ψηφοφόρους τους. Η αδράνεια είναι πολύ προτιμότερη από το να τεθεί υπό αμφισβήτηση η -τόσο σκληρά αποκτημένη- σταθερότητα.

Θα ήταν η Ευρώπη καλύτερη χωρίς το ευρώ; Μπορεί. Η παγκοσμιοποίηση θα είχε και πάλι εξασθενήσει τις πλέον αδύναμες οικονομίες της, σε βαθμό που, ακόμα και χωρίς τον φτηνό δανεισμό της ευρωζώνης, οι μικρότερες νότιες οικονομίες της ΕΕ να αντιμετώπιζαν κατά πάσα πιθανότητα και πάλι κάποιας μορφής οικονομική κρίση. Αλλά αν το ευρώ δεν ήταν εκ κατασκευής πολιτικό εγχείρημα, σε μια Ευρώπη ανέτοιμη στην πραγματικότητα για κοινό νόμισμα, η σημερινή κρίση θα είχε επιλυθεί μάλλον εύκολα και γρήγορα. Αλλά σήμερα αυτό δε γίνεται. Γιατί πάνω από τις συνόδους της ΕΕ εξακολουθεί να πλανάται ένα φάντασμα, δεν είναι άλλο από το φάσμα του πολέμου.

* Ο John Kornblum ήταν πρέσβης των ΗΠΑ στη Γερμανία από το 1997 ως το 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια: