Το τελευταίο διάστημα μαζί με την οικονομική κρίση έχουν υπεισέλθει στην καθημερινότητά μας καινούριες λέξεις και όροι: ΔΝΤ, ελεγκτικοί μηχανισμοί, μηχανισμοί στήριξης, σπρεντ, σουαπ, σι-ντι-ες, επίσημοι τοκογλύφοι, τοκοχρεολύσια και πολλοί άλλοι, που μέχρι σήμερα ανήκαν στη διάλεκτο των χρηματιστών, των τραπεζιτών και των άλλων ειδικών περί την οικονομία. Σήμερα και ο περιπτεράς της γειτονιάς μπορεί να σου κάνει ανάλυση της κατάστασης, να αποφανθεί για το ποιοι φταίνε και να σου εξηγήσει πώς θα βγούμε από την κρίση. Και ενώ όλοι μιλάνε για δανεικά, κανείς δεν μιλάει για το πώς θα κερδίσουμε χρήματα για να μπορέσουμε να πληρώσουμε τα δανεικά, παλιά και νέα. Έμποροι, βιοτέχνες, εργάτες, υπάλληλοι, αγρότες, βιομήχανοι, εφοριακοί, τελωνειακοί, πανεπιστημιακοί, στρατός και αστυνομία -όλη η Ελλάδα- ζητούν για τον εαυτό τους εξαίρεση από τα αυστηρά οικονομικά μέτρα.
Οι αριστεροί κάθε απόχρωσης καταγγέλλουν τον αιμοδιψή παγκόσμιο καπιταλισμό, το νεοφιλελευθερισμό και τις αδηφάγες αγορές, χωρίς όμως να προτείνουν κάποιες συγκεκριμένες λύσεις που θα μας πάνε ένα βήμα μπροστά, πέρα από τις διαδηλώσεις και το μπάχαλο. Οι δεξιοί κατηγορούν τους σοσιαλιστές ότι γκρέμισαν το κράτος και μας οδήγησαν στο «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ) και όλοι κατηγορούν τους δεξιούς ότι «έφαγαν τα λεφτά». Και οι πολιτικοί, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, λένε: «εμείς σας τα λέγαμε!». Φυσικά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις
Τα κόμματα, και κυρίως της αριστεράς, οφείλουν να αντιληφθούν -αν θέλουν να λέγονται προοδευτικά και αν ο στόχος τους είναι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων- ότι δεν μπορούν να οδηγούν το λαό σε αδιέξοδες απεργίες και αρνητικές στάσεις με σύνθημα «δώστε τα πλούτη στο λαό». Για να δοθούν πρέπει να υπάρχουν. Και όχι μόνο να υπάρχουν, αλλά να καταβάλλεται προσπάθεια για να παράγεται συνεχώς καινούριος πλούτος, να μεγαλώνει η πίτα για να μπορεί μετά να μοιραστεί δίκαια. Οι λαϊκισμοί περί «αδηφάγων τραπεζών» και «ανάλγητων επιχειρηματιών» είναι ανάξιοι αναφοράς.
Η αντίφαση των αριστερών κομμάτων είναι ότι, εν ονόματι παλαιότερων αγώνων, αρνούνται να δουν ότι το παιχνίδι άλλαξε και ότι ο αγώνας είναι πια για τα καινούρια. Ίσως φοβούνται γιατί δεν έχουν κάτι να προτείνουν κι έτσι αρκούνται στην άρνηση και στην καταγγελία. Βέβαια, αυτή η άρνηση της νέας πραγματικότητας δεν ισχύει μόνο για τα αριστερά κόμματα. Απλώς αυτά είναι τα πιο δυναμικά και βασίζονται στο αλάθητο της μειοψηφίας, που κατάντησε πια δικτατορία της μειοψηφίας.
Το κυριότερο, όμως, που πρέπει να επικρατήσει στην αλλαγή νοοτροπίας, που είναι το ζητούμενο, είναι ότι τίποτα σ' αυτήν τη ζωή δεν είναι δωρεάν. Η περίφημη «δωρεάν παιδεία», είναι μόνον κατ' όνομα δωρεάν. Κάποιοι πληρώνουν για να λειτουργεί κάτι δωρεάν. Ή θα πληρώνουμε φόρους για να λειτουργούν δωρεάν τα πανεπιστήμια ή θα πληρώνουν αυτοί που φοιτούν. Πιστεύω ότι πρέπει να καθιερωθούν τέλη εγγραφής, μικρά μεν αλλά ουσιαστικά, με διαφοροποιήσεις αναλόγως της οικονομικής κατάστασης του φοιτητή.
Το κράτος, δηλαδή ο φορολογούμενος, πληρώνει κάθε χρόνο πάνω από 300 εκατομμύρια ευρώ για μισθοδοσία των κληρικών. Η εκκλησία της Ελλάδος έχει τεράστια περιουσία, που αποκτήθηκε από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες ή από κληροδοτήματα πατριωτών, που τα έδωσαν για να ενισχυθεί ο λαός με σχολεία, νοσοκομεία και άλλα κοινωφελή ιδρύματα. Έχει ακούσει κανείς να υπάρχει κάποιο νοσοκομείο στα Γιάννενα που να λειτουργεί με δαπάνες της εκκλησίας από έσοδα κληροδοτημάτων; Τα πανεπιστήμια έχουν μεγάλες περιουσίες επίσης από κληροδοτήματα. Έχει αξιολογήσει ποτέ κανείς τα έσοδα και τη διαχείρισή τους; Η νομοθεσία αναθέτει τον έλεγχο στη «διεύθυνση εθνικών κληροδοτημάτων» , αλλά οι νόμοι που αφορούν τις υποθέσεις αυτές είτε είναι βυζαντινά και οθωμανικά φιρμάνια είτε ανάγονται στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Οι νεότεροι μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, ο Ωνάσης, ο Νιάρχος και τόσοι άλλοι, έχουν εκτός Ελλάδας την έδρα των κληροδοτημάτων τους, προκειμένου το προϊόντων κόπων και της βούλησής τους να μη χαθεί στους δαιδάλους της ελληνικής... κλεπτοκρατίας.
Η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και των εισοδημάτων της, η αξιοποίηση της περιουσίας των κληροδοτημάτων, η αξιοποίηση της περιουσίας του κράτους και των οργανισμών του, όπως ο ΟΣΕ, οι ένοπλες δυνάμεις, το υπουργείο γεωργίας, και η ορθολογική διαχείρισή τους μπορούν να αποτελέσουν ένα μόνιμο και όχι εφάπαξ πόρο για τη μείωση του υπέρογκου χρέους της χώρας.
Κυρίως, όμως, θα ενισχύσει την αλλαγή νοοτροπίας, θα μας βοηθήσει όλους να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχουν πια εξαιρέσεις, ότι όλοι σ' αυτήν τη χώρα είμαστε ίσοι στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις. Ο φόβος να δούμε την πραγματικότητα κυριαρχεί. Και παίρνει τη μορφή της διεκδίκησης των κεκτημένων, χωρίς καμία αλλαγή. Είναι ανάγκη, όμως, να αντιληφθούμε ότι τίποτα δεν είναι σταθερό, όλα κινούνται σαν μια βάρκα σε τρικυμία. Χρειάζεται συνεχής προσπάθεια για να μη βουλιάξουμε. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί η χώρα να ζει με οθωμανικά φιρμάνια και μεταξικούς νόμους. Δεν μπορεί να ζει απ' τον «μπάρμπα στην Κορώνη» ούτε με «λούφα» και «κοπάνα» ούτε με τα χάδια των πολιτικών, που χωρίς σκέψη υπόσχονταν τα πάντα στους πάντες.
Μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και ακόμα να εναρμονίσουμε τη νομοθεσία μας με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Τα τρένα των ευκαιριών περνούν κι εμείς δεν μπαίνουμε σ' αυτά, γιατί ο ΟΣΕ έχει άλλα δρομολόγια και χάνουμε την ανταπόκριση. Η απόφαση να μπούμε ή όχι στο τρένο του 21ου αιώνα δεν είναι θέμα ιδεολογίας. Ο κομμουνισμός και ο καπιταλισμός κατέρρευσαν ή καταρρέουν ακόμα. Η σκόνη δεν κάθισε.
Η νέα ιδεολογία ίσως πρέπει να είναι η κοινή λογική. Το κράτος πρέπει να ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού και να μπορεί έτσι να «παράγει» όσους πιο πολλούς «παίκτες» μπορεί. Ξέρουμε πια τι πρέπει να καταδικάζουμε: την ασυδοσία της αγοράς, την εξίσωση προς τα κάτω, την αποθέωση του κέρδους, την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
Μάθαμε τι πρέπει να προσέχουμε ως κόρη οφθαλμού: την κοινωνική προστασία (όχι αποκλειστικά από το κράτος, αλλά με κανόνες που ορίζει το κράτος), το δικαίωμα στη δουλειά και στη γνώση, την ασφάλεια και τα ατομικά δικαιώματα, την προτεραιότητα στο περιβάλλον.
Η αλλαγή προσανατολισμού θα έπρεπε να είναι η βασική φροντίδα των πολιτικών και κυρίως των αριστερών. Ο στρατός πολεμάει γιατί έχει εκπαιδευτεί να πολεμάει. Όμως τις αποφάσεις για πόλεμο τις παίρνει ο αρχηγός, δηλαδή η κυβέρνηση.
Στις δημοκρατίες, στις δύσκολες καταστάσεις, πρέπει να συμβάλλει θετικά και η αντιπολίτευση. Στη διαχείριση των πολύπλοκων θεμάτων οικονομίας, περιβάλλοντος, παιδείας, πολιτισμού, εξέχοντα ρόλο πρέπει να παίζουν οι ειδικοί, οι τεχνοκράτες. Η κυβέρνηση και η Βουλή θέτουν τα όρια μέσα στα οποία αυτοί θα κινηθούν κι έχουν τον έλεγχο. Η πολιτική και η ιδεολογία της προόδου, που θα απευθύνεται και θα επιδιώκει τη συναίνεση και τη συμμετοχή της κοινωνίας, είναι τα θεμελιώδη στοιχεία που μπορούν να μας βγάλουν από τη μιζέρια, να κατασιγάσουν το φόβο για αλλαγή, να μας δώσουν ελπίδες για το αβέβαιο μέλλον. Μόνο έτσι θα καταστεί δυνατό να αρχίσουμε να αλλάζουμε νοοτροπία, αποβάλλοντας τον εφησυχασμό και τον ωχαδερφισμό. Αλλιώς θα δούμε χειρότερες μέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου