Ο πολιτικός ορίζοντας των πολιτικών συνήθως δεν ξεπερνά την τετραετία. Πλην όμως, στην Ευρώπη, μετά τον τραγικό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκαν κάποιοι πολιτικοί που θέλησαν να ξεπεράσουν τον συνήθη πολιτικό χρόνο και άρα να γράψουν ιστορία. Πολύ απλά, την ιστορία μιας Ευρώπης που θα γύριζε την πλάτη στις πολεμικές συρράξεις και, με δεδομένη δίπλα της την αναπνοή της μεγάλης κομμουνιστικής αρκούδας, θα έρριχνε όλο το βάρος της στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία.
Το όραμα αυτό των Ζαν Μοννέ, Κόνραντ Αντενάουερ, Ρομπέρ Σουμάν Καρόλου ντε Γκωλ και άλλων Ευρωπαίων της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου επετεύχθη σχεδόν μέχρι κεραίας. Από το 1950 έως και το 2000, η Ευρώπη έγινε η πρώτη εμπορική δύναμη στον κόσμο και οικοδόμησε ένα κοινωνικό κράτος όμοιο του οποίου δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Επίσης, χάρη σε οραμαστικές όπως οι Χέλμουτ Σμιτ, Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, Φρανσουά Μιττεράν, Χέλμουτ Κολ και Ζακ Ντελόρ, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) απέκτησε μία ενιαία, λίγο ως πολύ, αγορά και αρκετά μέλη της εισήλθαν στην ευρωζώνη με κοινό τους νόμισμα το ευρώ –το οποίο είχε δρομολογηθεί από τους Χ.Σμιτ και Β.Ζισκάρ ντ’ Εσταίν το 1979, για να πάρει σάρκα και οστά το 2002.
Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας τού ’70, όσο η Ευρώπη διευρυνόταν, τόσο το αρχικό όραμα ξεθώριαζε και τόσο κοντόθωρες εθνικές σκοπιμότητες υπαγόρευαν την λειτουργία της. Παρόλα αυτά, καλώς ή κακώς, το ευρωπαϊκό καράβι προχωρούσε. Στηριζόταν δε σε δύο πυλώνες, την αντιπροσωπευτικότητα και την εναρμόνιση –δύο λειτουργίες που όμως δεν σέβονταν όλοι εξίσου. Μέσα σε αυτό το κλίμα καθιερώθηκε το ευρώ το οποίο, ναι μεν ήταν ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, πλην όμως πόσοι το αντιλαμβάνονταν ως τέτοιο;
Δυστυχώς, στο επίπεδο αυτό η πραγματικότητα είναι απελπιστικά αρνητική, τόσο για τεχνικούς όσο και για ψυχο-πολιτικούς λόγους. Με μία λέξη μπορούμε να πούμε ότι η νομισματική –και όχι η οικονομική– ένωση πραγματοποιήθηκε υπό όρους πρωτοφανούς κοντοθωρισμού, από πολιτικούς ηγέτες που είχαν πολύ μικρή ιδέα για την Ευρώπη.
Ας αναλογιστούμε μόνον ότι για πρώτη φορά ένα σύνολο λαών αποφάσισαν να αρνηθούν δημοκρατικά και αποφασιστικά τα αντίστοιχα νομίσματά τους –τα οποία, ωστόσο, αποτελούν ένα κομμάτι της εθνικής τους ταυτότητας. Η κατάργηση των τελωνειακών δασμών δεν ήταν κάτι πρωτοφανές. Όμως, η δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς με την σύγκλιση των νομοθεσιών ήταν ήδη κάτι πιο πρωτότυπο. Η εφαρμογή κοινών πολιτικών (η Κοινή Αγροτική Πολιτική, για παράδειγμα) αποτελεί ένα παράδειγμα βούλησης προς το οποίο η Ιστορία παρουσιάστηκε μάλλον φειδωλή. Αλλά η αποδοχή της συγχώνευσης στον ίδιο νομισματικό χώρο, όχι με την ισχύ των όπλων αλλά μόνο με την δύναμη της λογικής, που υποστηρίζεται από την συνείδηση ενός κοινού μέλλοντος, αυτό οπωσδήποτε είναι πρωτόγνωρο. Για πρώτη φορά, εκατομμύρια ελεύθεροι άνδρες και γυναίκες δέχτηκαν να κάψουν τα νομισματικά τους είδωλα, υπεραιωνόβια σε μερικές περιπτώσεις, να κάνουν άλμα στο άγνωστο και να δημιουργήσουν κάτι εντελώς καινούργιο.
Για να κατανοήσει κανείς καλά τί μπορεί να συμβεί στον νου και στον πολιτισμό ενός λαού που στρέφει έτσι οριστικά την πλάτη στο ιστορικό και παραδοσιακό του νόμισμα, αρκεί να σκεφτεί την Γερμανία. Όταν γνωρίζει τί σήμαινε το γερμανικό μάρκο για την μεταπολεμική γερμανική ταυτότητα και τί αντιπροσωπεύει και σήμερα ακόμα ως λόγος υπερηφάνειας, μπορεί να υπολογίσει τί χρειάστηκε να απαρνηθούν οι Γερμανοί. Αυτή η ρήξη –οι ειδικοί της ψυχανάλυσης του χρήματος θα έλεγαν: αυτή η χειραφέτηση– σημειώνει μία στροφή στην ιστορία της Ευρώπης, που για τον υπογράφοντα είναι πιθανότατα βαθύτερη και γονιμότερη ακόμα και από αυτή την Συνθήκη της Ρώμης και από την ίδρυση τότε της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
Δυστυχώς, αυτές οι πραγματικότητες απέχουν κάποια έτη φωτός από τους «οραματισμούς» πολλών Ελλήνων πολιτικών. Για τους περισσότερους, η Ευρώπη υπήρξε ένα μέσο αντλήσεως πόρων και επιδοτήσεων που κατασπαταλήθηκαν χωρίς αιδώ σε έργα βιτρίνας και στην εξαγορά ψήφων. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης για την ενίσχυση του κομματικού κράτους, πράσινου ή γαλάζιου, το οποίο αφειδώς μοίραζε επιδοτήσεις και αναπτυξιακούς πόρους σε κομματικούς φίλους και σε αδίστακτες συντεχνίες.
Αναπτύχθηκε έτσι στην Ελλάδα ένας διαβρωμένος «καπιταλισμός» χρεών και μιζών, ο οποίος σήμερα δεν έχει φθάσε απλώς στο τέλος του. Απειλεί με ανατίναξη ολόκληρο το ατελές οικοδόμημα της ευρωζώνης και, κατ’ επέκτασιν, συνιστά θανάσιμο κίνδυνο για την ύπαρξη της Ευρώπης. Βεβαίως, και η τελευταία φέρει τεράστιες ευθύνες για την ανοχή που επέδειξε απέναντι σε μιαν Ελλάδα που δεν σεβόταν την υπογραφή της και άρα την αξιοπρέπειά της.
Σήμερα, λοιπόν, ο φόβος της ελληνικής κρίσης –η οποία διαφέρει αισθητά από αντίστοιχες καταστάσεις στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιταλία– έχει διογκωθεί και πολλοί ποντάρουν στο ότι μπορεί να οδηγήσει στην διάλυση της ευρωζώνης ή στην έξοδο από αυτήν χωρών όπως η Γερμανία και η Ολλανδία. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, η χώρα μας θα πάει πάρα πολλά χρόνια πίσω. Ελάχιστοι όμως συνειδητοποιούν το σήμερα και το αύριο, καθώς και τί σημαίνει αυτό για την ιστορία μας και την ιστορική πορεία της Ευρώπης. Για ποια ιστορία μιλάμε, όμως, όταν οι τραμπούκοι του ΠΑΜΕ αφοδεύουν στα μνημεία μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου