Σήμερα, στις Βρυξέλλες, καρδιά των ευρωπαϊκών λήψεων αποφάσεων, λειτουργούν περισσότερα από 800 επισήμως αναγνωρισμένα γραφεία που κάνουν lobbying και στα οποία απασχολούνται 2.000 διαπιστευμένοι λομπύστες, των οποίων η συμμετοχή στην διαμόρφωση του κοινοτικού κεκτημένου είναι κάτι παραπάνω από καθοριστική.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είναι δυνατόν να επηρεαστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και να πάρει αποφάσεις επιθυμητές από ομάδες πίεσης; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι, έως έναν βαθμό, θετική. Γι αυτό, στην βελγική πρωτεύουσα ή και εκτός αυτής δραστηριοποιούνται χιλιάδες λομπύστες, με σκοπό να αντλήσουν από την ΕΕ χρήμα και επιρροη.. Οι λομπύστες δε αυτοί αντιπροσωπεύουν επιχειρήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις, δήμους, κοινότητες, συνδικάτα, δημόσιους οργανισμούς, εθνικά υπουργεία και ποικίλα μη ευρωπαϊκά συμφέροντα. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι λομπύστες από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τον αναπτυσσόμενο κόσμο αντιπροσωπεύουν το 50% του συνόλου. Και όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι καλύπτουν όλα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, με σκοπό να πετύχουν τις επιθυμητές από τις οργανώσεις τους νομοθετικές, οικονομικές και άλλες ρυθμίσεις.
Στα πλαίσια αυτά, πολύς λόγος γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το αποκαλούμενο «Μάνατζμεντ Δημοσίων Υποθέσεων» (EU Public Affairs Management), το οποίο, από πρακτικής πλευράς είναι το παραδοσιακό lobbying, προσαρμοσμένο όμως στα τεχνολογικά και κοινωνικο-πολιτικά δεδομένα του 21ου αιώνα. Πρόκειται δε για ένα μάνατζμεντ που στηρίζεται στην φαιά ουσία και στην παραγόμενη από αυτήν γνώση, αλλά και στον βαθμό εξοικείωσης με τους κοινοτικούς μηχανισμούς. Συνεπώς, κύρια δραστηριότητα αυτού του μάνατζμεντ είναι η προετοιμασία άσκησής του και η μεθοδολογία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις κοινοτικές αρένες.
Έτσι, με δεδομένη την μάλλον ισχνή και ανεπαρκή ελληνική παρουσία στις κοινοτικές λήψεις αποφάσεων, στις εβδομάδες που ακολουθούν θα προσφέρουμε μία αποκαλυπτική παρουσίαση των κοινοτικών παρασκηνίων και των τρόπων που μπορούν να επιτρέψουν την καλύτερη αξιοποίησή τους. Όλοι αυτοί που λαμβάνουν αποφάσεις στην χώρα μας ή συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στα δημόσια πράγματα, δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι η διευρυμένη ΕΕ έχει μισό δισεκατομμύριο κατοίκους, οι οποίοι συνθέτουν και την πιο ποικιλόμορφη οικονομικο-πολιτική αλλά και πολιτιστική οντότητα στον κόσμο. Μία οντότητα η οποία όμως εφαρμόζει στα επιμέρους εθνικά της τμήματα αρκετές κοινές πολιτικές και συναλλάσσεται με ένα κοινό νόμισμα.
Συνεπώς, υπάρχουν στενές σχέσεις όλων των τομέων της καθημερινής ζωής και δραστηριότητας των ευρωπαίων πολιτών με τα κέντρα λήψεως κοινοτικών αποφάσεων, γεγονός που σημαίνει ότι θα εντείνονται οι αποκαλούμενες «ευρωποιητικές πολιτικές» (europeanisation). Και οι τελευταίες θα απαιτούν όλο και καλύτερη γνώση της κοινοτικής μηχανής, η οποία ούτε απλή είναι αλλά ούτε και απόλυτα βατή. Έτσι, πολλοί χάνονται στους κοινοτικούς λαβυρίνθους, με αποτέλεσμα αποφάσεις στις οποίες θα μπορούσαν να πάρουν μέρος να τους επιβάλλονται χωρίς χωρίς συζήτηση ή σχεδόν.
Παρόλα αυτά, ο ρόλος των ομάδων πίεσης στις λήψεις κοινοτικών αποφάσεων είναι καθοριστικός και η γνώμη τους δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί. Συνεπώς, η συμμετοχή τους στην εκπόνηση της κοινοτικής νομοθεσίας διόλου αμελητέα δεν είναι. Στο πλαίσιο αυτό, οι Βρυξέλλες και το Στρασβούργο έχουν μεταβληθεί σε πεδία συγκρούσεων των διαφόρων ομάδων, που η κάθε μία κινείται για λογαριασμό της. Υπολογίζεται ότι πάνω από 800 εμπορικοί και επαγγελματικοί οργανισμοί κάνουν αυτή την δουλειά, υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα των πάντων -από βαρειές βιομηχανίες μέχρι κατασκευαστές τουρσιών. Τουλάχιστον 50 από τους πολυεθνικούς γίγαντες που λειτουργούν στις χώρες της ΕΕ έχουν μόνιμους υποστηρικτές των συμφερόντων τους. Άλλες εταιρείες μπορούν να διαλέξουν τους ανθρώπους τους ανάμεσα στα περισσότερα από 600 γραφεία που διαθέτουν πολύγλωσσο και εκπαιδευμένο προσωπικό -δικηγόρους, οικονομολόγους και ό,τι άλλο χρειαστεί.
Συνολικά, αυτή η άνω των 1,1 δισεκατ. ευρώ εξειδικευμένη «βιομηχανία» υποστηρίξεως συμφερόντων απασχολεί περίπου 4.000 άτομα. Μερικές από τις ομάδες πίεσης διαθέτουν πολλά εκατομμύρια ευρώ κεφάλαιο στήριξης, έχουν γερές προσβάσεις σε τράπεζες δεδομένων για να αντλούν στοιχεία και, βέβαια, διαθέτουν ισχυρές -αλλά και λιγότερο υψηλές- γνωριμίες. Καθώς, λοιπόν, η διαδικασία ψήφισης των νόμων είναι σχετικά αργή και περίπλοκη, η ΕΕ, όπως ανακαλύπτει κανείς, έχει μεταβληθεί σε αληθινό παράδεισο όσων επιζητούν να την επηρεάσουν.
Ένα σχέδιο νόμου το οποίο εισηγείται η Επιτροπή πηγαίνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για επανεξέταση και τελική έγκριση. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή -ένα συμβουλευτικό σώμα της ΕΕ αποτελούμενο από 222 εκπροσώπους της εργοδοσίας, των συνδικάτων των εργαζομένων και των καταναλωτών- μπορεί επίσης να παρεμβληθεί στην διαδικασία, κάνοντας τις δικές της υποδείξεις. Στην συνέχεια, το σχέδιο νόμου υποβάλλεται σε επανεξέταση από την Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων, οι εισηγήσεις της οποίας προς το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα. «Πρέπει κανείς να είναι παρών σε κάθε στάδιο της προώθησης του νόμου. Αν διαθέτεις τα κατάλληλα μέσα, μπορείς να διαμορφώσεις τον νόμο σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας του», λέει ένα έμπειρο μέλος του λόμπυ για τα καπνά.
Την ισχυρότερη επιρροή ασκούν οργαμένες ομάδες πίεσης, όπως είναι π.χ. η Επιτροπή Αγροτικών Οργανώσεων της ΕΕ, η γνωστή ως COPA (Comite des Organisations Professionnelles Agricoles), η οποία εκπροσωπεί τα εκατομμύρια αγροτών της ΕΕ. Στις μοντέρνες εγκαταστάσεις της έδρας της, στις Βρυξέλλες, οι άνθρωποι της COPA μπορούν να υπολογίζουν στην υποστήριξη άλλων 600 βιομηχανιών που συνδέονται με τον αγροτικό τομέα. Ανώτερος υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης αγροτικών θεμάτων της Επιτροπής λέει ότι είναι ο «στόχος» τουλάχιστον 69 «ειδικών» από διάφορα λόμπυ.
Μια άλλη μεγάλη ομάδα πίεσης, οι εργοδότες, διαθέτει ολόκληρη στρατιά υποστηρικτών. Οι απόψεις της Ένωσης Βιομηχανιών της ΕΕ, της UNICE (Union des Industries de la Communaute Europeenne), η οποία εκπροσωπεί το σύνολο των Ευρωπαίων βιομηχάνων, διαμορφώνουν συχνά την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αντίπαλος της UNICE είναι η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων, η ETUC (European Trade Union Confederation), η οποία εκπροσωπεί 40 εκατομμύρια οργανωμένων εργαζομένων. Το πολιτικό της βάρος έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την διαμόρφωση της πολιτικής της Επιτροπής σε θέματα όπως το εταιρικό απόρρητο, η φορολογία, οι εργατικοί νόμοι και η νομοθεσία αντιτράστ.
Ποιοι είναι, όμως, οι άνθρωποι των λόμπυ; Μπορεί να είναι πρώην αξιωματούχοι της ΕΕ, σύμβουλοι δημοσίων σχέσεων, πρώην δημοσιογράφοι, δικηγόροι, υπερασπιστές των δικαιωμάτων των καταναλωτών ή διπλωμάτες. Ίσως, ο γνωστότερος ανάμεσά τους είναι ο Βέλγος Ζαν-Μαρί Ντιντιέ. Πρώην αξιωματούχος του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΕ, είναι δικηγόρος και οικονομολόγος και θεωρείται ότι έχει τις καλύτερες διασυνδέσεις από οποιονδήποτε άλλον στα ανώτερα κλιμάκια των διαφόρων υπηρεσιών της ΕΕ.
Όλα αυτά, όμως, ως φαίνεται, δεν συγκινούν ιδιαιτέρως την Ελλάδα και τους οργανωμένους φορείς της. Η ελληνική παρουσία στην βελγική πρωτεύουσα, από την σκοπιά του lobbying, είναι υποτονική. Οι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας εκπροσωπούνται στα επίπεδα της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων, του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών και των εμπορικών συλλόγων της χώρας, ενώ αμυδρή είναι η ελληνική παρουσία στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συνδικάτων και σε μεγάλες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, όπως οι καταναλωτές, οι οικολόγοι κ.α. Αρκετά ικανοποιητική είναι η εκπροσώπηση ορισμένων ελληνικών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας με μεγάλη συμμετοχή στα κοινοτικά προγράμματα, αλλά δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για μεγάλους κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας, όπως λ.χ. τα είδη διατροφής, η ενέργεια και οι τηλεπικοινωνίες.
Το γενικότερο συμπέρασμα που αποκομίζει κανείς από το ελληνικό lobbying στις Βρυξέλλες είναι η καχυποψία πολλών ελληνικών επαγγελματικών και συλλογικών φορέων απέναντι στην τεχνική αυτή, η οποία συγχέεται κατά κόρον με το καθ΄ ημάς ρουσφέτι. Με άλλα λόγια, η ελληνική δυσπιστία έναντι του επαγγελματικού lobbying οφείλεται καθαρά στην ελληνική νοοτροπία και αντίληψη για το ρουσφέτι και για το πώς μπορεί να λειτουργεί μία ομάδα πίεσης. Είναι, δηλαδή, αισθητά απομακρυσμένη από το επαγγελματικό lobbying, το οποίο, βεβαίως, δεν έχει σχέση με τις ελληνικές πρακτικές της καμαρίλας, των εξαγορών και των ανατολίτικων μπαχτσισιών.
Στις Βρυξέλλες, στο Στρασβούργο και στο Λουξεμβούργο, οι ομάδες πίεσης κινούνται σε άλλα επίπεδα και οι επιρροές που μπορούν να ασκήσουν βρίσκονται σε άμεση σχέση με το επίπεδο επαγγελματισμού των ανθρώπων που έχουν αναλάβει συγκεκριμένα καθήκοντα. Κάποτε, όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν αντιληπτά και από τους επαΐοντες της χώρας μας, γιατί όλο και περισσότερο το επαγγελματικό lobbying θα έχει και ειδικό πολιτικό βάρος.
Υπό αυτές τις συνθήκες ή παρουσία των ελληνικών επιμελητηρίων στη βελγική πρωτευουσα κρίνεται κάτι περισσότερο από αναγκαια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου