Του Παν. Γεννηματά
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι οσάκις η πολιτική εξουσία παρουσιάζει συμπτώματα εξασθένησης, η εκκλησία επωφελείται της ευκαιρίας για να υψώσει τη φωνή και να αρθρώσει απρόσφορο νομιζόμενο πολιτικό λόγο. Χαρακτηριστικό πρόσφατο προηγούμενο έχει αποτελέσει η διέλευση του αοιδήμου αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου Παρασκευαϊδη από την ηγεσία της ελληνικής εκκλησίας. Στα βήματά του έκρινε προφανώς σκόπιμο να κινηθεί προ ημερών η ελληνική ιεραρχία, με αμετροεπείς βολές κατά των προσπαθειών της πολιτείας να αντιμετωπίσει με έκτακτα και επείγοντα μεταρρυθμιστικά μέτρα την εξελισσόμενη οικονομική κρίση.
Το περιεχόμενο, η κατεύθυνση και το εθνικοπατερναλιστικό ήθος των δηλώσεων δεν χρήζουν νομίζουμε ουσιαστικού σχολιασμού. Επαναφέρουν όμως αυτομάτως στο προσκήνιο το από μακρού εκκρεμές μείζον ζήτημα των σχέσεων εκκλησίας και πολιτείας, σε περίοδο μάλιστα γενικότερης ανασυγκρότησης της πολιτείας και ευρέων οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Το ζήτημα είχε με σοβαρότητα τεθεί και επί αρχιεπισκοπικής θητείας Χριστοδούλου. Η πολιτική ηγεσία έκρινε τότε, μετά την επικράτηση των κυβερνητικών απόψεων επί του ζητήματος των ταυτοτήτων, ότι η συνολική αντιμετώπιση του θέματος μπορούσε να αναβληθεί. Κατά την μεταρρυθμιστική όμως φάση που σήμερα διανύουμε, η αναθεώρηση των σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας εμφανίζεται κατ’ εξοχήν επίκαιρη.
Χωρίς ειδικότερες αναφορές στο ελληνικό «κονκορδάτο» που ρυθμίζει το νομικό καθεστώς των σχέσεων, η ελληνική εκκλησία αποτελεί μέχρι σήμερα ΝΠΔΔ, με πλείστα ως εκ τούτου διασφαλιζόμενα προνόμια, συμπεριλαμβανομένης και της μισθοδοσίας των κληρικών από το δημόσιο προϋπολογισμό.
Δεν υπάρχει νομίζουμε καταλληλότερη στιγμή για την οριστική επίλυση του χρονίζοντος ζητήματος του διαχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος, την μετάπτωση του εκκλησιαστικού νομικού καθεστώτος σε καθεστώς ΝΠΙΔ, όπως είναι και σε άλλες χριστιανικές χώρες ο κανών, και την πλήρη ιδιωτικοποίηση των εκκλησιαστικών δράσεων.
Συγκεκριμένα, ο προτεινόμενος δια του παρόντος χωρισμός πολιτείας και εκκλησίας επεκτείνεται, πέραν του τυπικού νομικού διαχωρισμού των σχέσεων, και στην διακοπή της μισθοδοσίας των κληρικών από το δημόσιο προϋπολογισμό. Οι τρέχουσες άλλωστε δημοσιονομικές περιστάσεις παρέχουν επαρκή αιτιολογία και νομιμοποίηση. Σε αντιστάθμισμα όμως είναι σαφές ότι η εκκλησία θα αναλάβει τον πλήρη έλεγχο της εκκλησιαστικής ακινήτου περιουσίας, με οριστικήν εκκαθάριση υπέρ αυτής της φαιάς νομικά περιοχής των παρά πάσαν νομική δεοντολογία λεγομένων ‘’διακατεχομένων’’ εκτάσεων ως και την πλήρη ευθύνη για την ελεύθερη αξιοποίησή τους.
Με τον τρόπο αυτό παρέχεται νομίζουμε και ανανεωμένο κίνητρο για ευρύτερη κοινωνική κινητοποίηση και υπευθυνοποίηση της εκκλησίας. Το δικαίωμα ελεύθερης ιδιωτικής δράσης ευλόγως θα επεκταθεί και στον τομέα της ιδιωτικής εκπαίδευσης δια της συναφούς ανάληψης ευθύνης για τη λειτουργία θεολογικών και ιερατικών σχολών, των δημοσίων πανεπιστημίων απαλλασσομένων αντιστοίχως από την ευθύνη λειτουργίας θεολογικών τμημάτων.
Αυτονόητο είναι ότι με το εύρος των συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων η κοινωνία θα αναλάβει η ίδια το κόστος διατήρησης της θρησκείας και της πίστης της. Η χρηματοδότηση της εκκλησίας στο σύνολό της θα ιδιωτικοποιηθεί, όπως συμβαίνει με τα κάθε είδους σωματεία. Με τον τρόπο αυτόν θα συντελεστεί για πρώτη φορά στην ιστορία της κρατικοδίαιτης ελληνικής ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας η κοινωνική αξιολόγηση της πίστης. Επί πλέον, θα παρασχεθεί και σε άλλες χριστιανικές εκκλησίες και χριστιανικά δόγματα η δυνατότητα να συνεισφέρουν στην ικανοποίηση των θρησκευτικών και μεταφυσικών αναγκών του ελληνικού λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου