Στην τακτική μηνιαία συνάντηση του Γενικού Συμβουλίου του ΣΕΒ, ο πρόεδρος κ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος ενημέρωσε τα μέλη του για τις απόψεις του Συνδέσμου ως προς το φορολογικό νομοσχέδιο που πρόσφατα ψήφισε η Βουλή.
Όπως υπογράμμισε ο κ. Δασκαλόπουλος, η αποδοτικότητα ενός φορολογικού συστήματος εξαρτάται από τη σταθερότητά του, την απλότητά του, τη σαφήνεια των στόχων του και την αντικειμενικότητά του. Το φορολογικό καθεστώς στην Ελλάδα δεν ικανοποιεί κανένα από τα βασικά αυτά και παγκοσμίως αποδεκτά κριτήρια. Οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν κατ’ εξοχήν και για το τελευταίο φορολογικό νομοσχέδιο που ψήφισε η Βουλή.
Πρόκειται για τη 10η αναμόρφωση του φορολογικού μας συστήματος σε διάστημα 18 μηνών –και ενώ ακόμη εκκρεμεί η έκδοση δεκάδων εγκυκλίων που αφορούν την εφαρμογή των προηγούμενων νόμων. Τα μέτρα που προβλέπει επικεντρώνονται σε διαδικασίες εισπρακτικού χαρακτήρα, φορολογικής αμνηστίας και αυστηρότητας ποινών. Απέχει, έτσι, πολύ τόσο από την υλοποίηση υποχρεώσεων που έχουν ήδη αναληφθεί από την κυβέρνηση (όπως για παράδειγμα η προετοιμασία για την κατάργηση του ΚΒΣ σε τακτό χρονικό διάστημα και η καθιέρωση φορολογικού πιστοποιητικού από τους ελεγκτές) όσο και από την ελάχιστη προσπάθεια να εκσυγχρονιστεί το φορολογικό σύστημα και να καταστεί ανταγωνιστικό σε αντιστοιχία με όσα ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με αναφορά σε ορισμένες από τις επιμέρους διευθετήσεις του φορολογικού νόμου, ο ΣΕΒ παρατηρεί ότι:
• Η φορολόγηση των κερδών των ΑΕ είναι αντιαναπτυξιακή και, επιπλέον, φέρνει τις ελληνικές θυγατρικές ελληνικών ομίλων επιχειρήσεων σε δυσμενέστερη θέση από εκείνες που ανήκουν σε ξένους ομίλους.
• Ο συμψηφισμός των οφειλών μεταξύ δημοσίου και επιχειρήσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί πως βοηθά τις επιχειρήσεις που έχουν με υπαιτιότητα του δημοσίου ταμειακά ελλείμματα, εφόσον δεν περιλαμβάνει και τις οφειλές προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
• Όπως δείχνει η εμπειρία 30 ετών, οι αυστηρές ποινές δεν καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή, αλλά, αντίθετα, συχνά δημιουργούν προϋποθέσεις κατάχρησης εξουσίας που οδηγεί σε αθέμιτη συναλλαγή αλλά και, ευρύτερα, σε θέματα ηθικής τάξης.
Είναι πάγια θέση του ΣΕΒ ότι η ανάγκη της δημοσιονομικής ισορροπίας υποχρεώνει την κυβέρνηση να εντείνει τη μάχη κατά της φοροδιαφυγής. Ο στόχος αυτός, όμως, θα επιτευχθεί μόνο όταν το φορολογικό σύστημα δημιουργήσει τους μηχανισμούς που θα αυξάνουν την πιθανότητα της αντικειμενικής διαπίστωσης των παραβάσεων.
Με την ίδια λογική, το φορολογικό σύστημα θα εκσυγχρονιστεί όταν ξεπεράσει την ενασχόληση με τα ποσοστά των συντελεστών φορολόγησης και όταν αντιμετωπίσει κρίσιμα θέματα όπως οι διαδικασίες για την επιβολή, τη δήλωση, την είσπραξη και τον έλεγχο των φόρων, τη ριζική απλοποίηση της δαιδαλώδους νομοθεσίας και την εφαρμογή σύγχρονων συστημάτων πληροφορικής.
Η επιτακτική ανάγκη να εκσυγχρονιστεί το σύστημα προκύπτει αβίαστα, εξάλλου, από τέσσερις πραγματικότητες που «μιλούν» από μόνες τους:
• Το 55% των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνει εισοδήματα κάτω από το αφορολόγητο και δεν πληρώνει καθόλου φόρο.
• Το 15% των φορολογούμενων πληρώνει σχεδόν το 80% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.
• 1660 επιχειρήσεις σε σύνολο 221.000 καταβάλλουν σχεδόν το 70% του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων.
• Οι μισθωτοί και συνταξιούχοι δηλώνουν το 76% του συνολικού εισοδήματος φυσικών προσώπων και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι το 4%.
Όπως υπογράμμισε ο κ. Δασκαλόπουλος, η αποδοτικότητα ενός φορολογικού συστήματος εξαρτάται από τη σταθερότητά του, την απλότητά του, τη σαφήνεια των στόχων του και την αντικειμενικότητά του. Το φορολογικό καθεστώς στην Ελλάδα δεν ικανοποιεί κανένα από τα βασικά αυτά και παγκοσμίως αποδεκτά κριτήρια. Οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν κατ’ εξοχήν και για το τελευταίο φορολογικό νομοσχέδιο που ψήφισε η Βουλή.
Πρόκειται για τη 10η αναμόρφωση του φορολογικού μας συστήματος σε διάστημα 18 μηνών –και ενώ ακόμη εκκρεμεί η έκδοση δεκάδων εγκυκλίων που αφορούν την εφαρμογή των προηγούμενων νόμων. Τα μέτρα που προβλέπει επικεντρώνονται σε διαδικασίες εισπρακτικού χαρακτήρα, φορολογικής αμνηστίας και αυστηρότητας ποινών. Απέχει, έτσι, πολύ τόσο από την υλοποίηση υποχρεώσεων που έχουν ήδη αναληφθεί από την κυβέρνηση (όπως για παράδειγμα η προετοιμασία για την κατάργηση του ΚΒΣ σε τακτό χρονικό διάστημα και η καθιέρωση φορολογικού πιστοποιητικού από τους ελεγκτές) όσο και από την ελάχιστη προσπάθεια να εκσυγχρονιστεί το φορολογικό σύστημα και να καταστεί ανταγωνιστικό σε αντιστοιχία με όσα ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με αναφορά σε ορισμένες από τις επιμέρους διευθετήσεις του φορολογικού νόμου, ο ΣΕΒ παρατηρεί ότι:
• Η φορολόγηση των κερδών των ΑΕ είναι αντιαναπτυξιακή και, επιπλέον, φέρνει τις ελληνικές θυγατρικές ελληνικών ομίλων επιχειρήσεων σε δυσμενέστερη θέση από εκείνες που ανήκουν σε ξένους ομίλους.
• Ο συμψηφισμός των οφειλών μεταξύ δημοσίου και επιχειρήσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί πως βοηθά τις επιχειρήσεις που έχουν με υπαιτιότητα του δημοσίου ταμειακά ελλείμματα, εφόσον δεν περιλαμβάνει και τις οφειλές προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
• Όπως δείχνει η εμπειρία 30 ετών, οι αυστηρές ποινές δεν καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή, αλλά, αντίθετα, συχνά δημιουργούν προϋποθέσεις κατάχρησης εξουσίας που οδηγεί σε αθέμιτη συναλλαγή αλλά και, ευρύτερα, σε θέματα ηθικής τάξης.
Είναι πάγια θέση του ΣΕΒ ότι η ανάγκη της δημοσιονομικής ισορροπίας υποχρεώνει την κυβέρνηση να εντείνει τη μάχη κατά της φοροδιαφυγής. Ο στόχος αυτός, όμως, θα επιτευχθεί μόνο όταν το φορολογικό σύστημα δημιουργήσει τους μηχανισμούς που θα αυξάνουν την πιθανότητα της αντικειμενικής διαπίστωσης των παραβάσεων.
Με την ίδια λογική, το φορολογικό σύστημα θα εκσυγχρονιστεί όταν ξεπεράσει την ενασχόληση με τα ποσοστά των συντελεστών φορολόγησης και όταν αντιμετωπίσει κρίσιμα θέματα όπως οι διαδικασίες για την επιβολή, τη δήλωση, την είσπραξη και τον έλεγχο των φόρων, τη ριζική απλοποίηση της δαιδαλώδους νομοθεσίας και την εφαρμογή σύγχρονων συστημάτων πληροφορικής.
Η επιτακτική ανάγκη να εκσυγχρονιστεί το σύστημα προκύπτει αβίαστα, εξάλλου, από τέσσερις πραγματικότητες που «μιλούν» από μόνες τους:
• Το 55% των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνει εισοδήματα κάτω από το αφορολόγητο και δεν πληρώνει καθόλου φόρο.
• Το 15% των φορολογούμενων πληρώνει σχεδόν το 80% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.
• 1660 επιχειρήσεις σε σύνολο 221.000 καταβάλλουν σχεδόν το 70% του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων.
• Οι μισθωτοί και συνταξιούχοι δηλώνουν το 76% του συνολικού εισοδήματος φυσικών προσώπων και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι το 4%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου