Θα θέλαμε να πληροφορηθούμε σε ποια δημοκρατική χώρα του κόσμου αποφασίζεται τετραήμερη απεργία εις βάρος ενός πνευματικού προϊόντος και ενός δημοσίου δικαιώματος; Και τελικά, ποιοι είναι αυτοί που απεφάσισαν την απεργία ερήμην των μελών τους;
του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Όπως πολλά πράγματα αλλάζουν στην οικονομία, στην πολιτική, στην κοινωνική οργάνωση και λειτουργία, αλλά και στον πολιτιστικό χώρο, το ίδιο συμβαίνει και με την δημοσιογραφία. Το επάγγελμα που ξεκίνησε και αναπτύχθηκε για 300 και πλέον χρόνια, βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι. Από την μία μεριά, η λειτουργική του δυναμική χαρακτηίζεται από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, όμως, από την άλλη, σοβαρές και βαθειές είναι οι ανακατατάξεις που πραγματοποιούνται στον χώρο των μαζικών μέσων επικοινωνίας (ΜΜΕ) και οι οποίες επηρεάζουν καθοριστικά και το δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Ένα επάγγελμα το οποίο, από κάθε άποψη, αλλάζει και ως προς την φύση του, δεδομένου ότι μεγαλώνουν πλέον οι διαφορές μεταξύ ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας και της αντίστοιχης που εφαρμόζεται στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Παράλληλα, εδώ και πολλά χρόνια, τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη έπαψαν να αποτελούν ρομαντική και ερασιτεχνική ενασχόληση για ρομαντικούς επαναστάτες ιδεολόγους και ασυμβίβαστους. Συνιστούν πλέον μία πραγματική «πολιτιστική βιομηχανία», η οποία υπακούει στους ίδιους κανόνες που ισχύουν και σε κάθε άλλον οικονομικό κλάδο μιας χώρας. Βεβαίως, τα «δημοσιογραφικά προϊόντα» χαίρουν, έως κάποιον βαθμό, ιδιαίτερης μεταχείρισης, διότι θεωρείται ακόμη ότι οι δημοσιογράφοι ασκούν ένα «κοινωνικό λειτούργημα», άρα τα «προϊόντα» που παράγουν –δηλαδή οι ειδήσεις, τα ρεπορτάζ κλπ– δεν είναι ακριβώς ίδια με τα αντίστοιχα που κυκλοφορούν στον εμπορευματικό τομέα της οικονομίας.
Το γεγονός αυτό, έστω και αν μπορεί να προκαλέσει ενστάσεις, δεν αφαιρεί από τον δημοσιογράφο την ιδιότητα του εργαζόμενου ο οποίος, πέρα από τις υποχρεώσεις του, έχει και δικαιώματα. Και τα τελευταία δεν είναι ακριβώς ίδια με τα αντίστοιχα των άλλων εργαζομένων στο εμπόριο, στην βιομηχανία ή στις διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.
Ο δημοσιογράφος, πάνω απ’ όλα, παράγει πνευματικό έργο. Σήμερα δε πολύς λόγος γίνεται στην Ευρώπη, πρώτον, για το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του έργου αυτου και, δεύτερον, με ποιους τρόπους προστατεύεται αυτή η ιδιοκτησία. Με άλλα λόγια, υπάρχει προβληματισμός για την σχέση που μπορεί να έχει ο δημοσιογράφος με το Διαδίκτυο –στο μέτρο που η πνευματική του εργασία πωλείται σε πολλά εκατομμύρια κόσμου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όμως, και ο ίδιος ο δημοσιογράφος έχει την δυνατότητα να εκδίδει, μέσω του Διαδικτύου, την δική του εφημερίδα. Είναι λοιπόν σαφές ότι, στην εποχή των πολυμέσων, προκύπτουν νέες εργασιακές σχέσεις στον δημοσιογραφικό χώρο.
Ένα άλλο φαινόμενο που πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τους δημοσιογράφους των εφημερίδων και των περιοδικών είναι αυτό της φθίνουσας πορείας των αναγνωστών. Όλες οι μέχρι σήμερα διαθέσιμες ευρωπαϊκές έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το 40% των κατοίκων της Ευρώπης δεν αγοράζουν ποτέ εφημερίδα, διότι δεν έχουν χρόνο να την διαβάσουν. Επίσης, ένα 20% δεν διαβάζει ποτέ περιοδικά, πέρα από αυτά που αναφέρονται στα ηλεκτρονικά προγράμματα. Στην Ελλάδα, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι πολύ υψηλότερα και αποδεικνύουν την μεγάλη κρίση που έρχεται και η οποία υπάρχει κίνδυνος να είναι σαρωτική.
Ποια είναι, συνεπώς, τα όπλα άμυνας –ή και αντεπίθεσης– που έχουν οι δημοσιογράφοι μπροστά σε αυτές τις βαθειές επαγγελματικές αλλαγές; Ποια είναι η συμμετοχή τους σε λήψεις αποφάσεων που αφορούν την επαγγελματική υπόσταση και επιβίωση; Ποιος τους ενημερώνει για τα τεκταινόμενα στο πλανητικό χωριό που ζούμε; Ποια είναι η συμμετοχή τους στα ευρωπαϊκά προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης που χρηματοδοτεί το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο; Ποιες είναι οι επιμορφωτικές πρωτοβουλίες των επαγγελματικών τους οργανώσεων; Αυτά και άλλα πολλά είναι τα ερωτήματα που πρέπει να απασχολούν κάθε δημοσιογράφο, πέρα από τα επίσης τεράστια θέματα δεοντολογίας και τρόπου άσκησης του επαγγέλματος, τα οποία δημιουργούνται μέσα στο νέο επικοινωνιακό και δημοσιογραφικό περιβάλλον.
Από την άλλη μεριά, η είσοδος στον χώρο των ΜΜΕ τεράστιων εφοπλιστικών κεφαλαίων, αγνώστου προελεύσεως, δημιουργεί νέες συνθήκες οι οποίες, στον ευαίσθητο τομέα των ΜΜΕ, ξεφεύγουν από κάθε κοινωνικό έλεγχο. Είναι συνεπώς επείγον να πραγματοποιηθούν πλέον σοβαρές θεσμικές αλλαγές στο καθεστώς λήψης αποφάσεων στις επιχειρήσεις ΜΜΕ.
Επίσης, θα πρέπει οι δημοσιογραφικές ενώσεις, αν θέλουν να είναι σοβαρές και υπεύθυνες, να λάβουν υπ’ όψιν τους ότι η σημερινή ψηφιακή επανάσταση μεταβάλλει εις βάθος την ίδια την υφή και ουσία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, καθώς και των άλλων επαγγελματικών ειδικοτήτων που σχετίζονται με αυτό. Διότι, ουσιαστικά, η ψηφιακή εξέλιξη καταργεί τις διαφορές μεταξύ του γραπτού, του ήχου και της εικόνας. Η σύγκλιση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, των οπτικοακουστικών μέσων και των ηλεκτρονικών υπολογιστών διαμορφώνει μία νέα οικονομική πραγματικότητα, την ψηφιακή, η οποία με την σειρά της οδηγεί και σε νέους κοινωνικο-πολιτιστικούς όρους λειτουργίας των αγορών –βεβαίως, της δημοσιογραφικής αγοράς εργασίας συμπεριλαμβανομένης.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπον κόσμο, οι δημοσιογράφοι βρίσκονται συνεπώς αντιμέτωποι με ένα νέο επαγγελματικό τοπίο, το οποίο σε λίγα χρόνια δεν θα έχει καμμία σχέση με την προ δεκαετίας δημοσιογραφία. Δεν θα έχει, όμως, σχεδόν καμμία σχέση ούτε και με τους όρους εργασίας υπό τους οποίους θα ασκείται το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Οι τελευταίες εξελίξεις στον δημοσιογραφικό χώρο ευνοούν την αυτοαπασχόληση, μετατρέπουν τους δημοσιογράφους σε σκηνοθέτες και ηθοποιούς –κακούς, κατά κανόνα– μιας εικονικής πραγματικότητας και, όπως είναι ευνόητο, υποβιβάζουν τους καλούς δημοσιογράφους σε απλούς υπαλλήλους των σκηνοθετημένων «αληθειών».
Μπροστά λοιπό σε αυτές τις πραγματικότητες και στην συνολική κρίση των ΜΜΕ στην Ελλάδα, οι επίσημες δημοσιογραφικές ενώσεις δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για τα ουσιαστικά προβλήματα. Δεν τους καίγεται καρφί για το καθεστώς πατρικίων και πληβείων που επικρατεί στον δημοσιογραφικό χώρο. Αδιαφορούν πλήρως για το μέλλον ενός κρατικοδίαιτου κλάδου, στους κόλπους του οποίου η διαφθορά είναι ο κανόνας. Το μόνο για το οποίο νοιάζονται οι καρεκλοκένταυροι του δήθεν δημοσιογραφικού συνδικαλισμού είναι τα οφίτσια, η ρητορική κενολογία και η επαναστατική γυμναστική εις βάρος εκατοντάδων νέων δημοσιογράφων που κινούνται σε μία απαράδεκτη αγορά εργασίας.
Την ώρα που η Ελλάδα της παρεοκρατίας και του κρατικισμού καταρρέει, ενώ η Μεσόγειος φλέγεται, κομματικοί γραφειοκράτες, δημόσιοι υπάλληλοι κα συνταξιούχοι των πλούσιων δημοσιογραφικών ταμείων –που είναι και η πλειοψηφία στα ΔΣ των Ενώσεων Συντακτών– αποφάσισαν μια εξευτελιστική για τον κλάδο απεργία, το κόστος της οποίας θα το πληρώσουν αυτοί που σήμερα τους εμπιστεύονται. Και ένα τελευταίο ερώτημα: σε ποια δημοκρατική χώρα του κόσμου τα κοινωνικά δικαιώματα είναι συνάρτηση της συνδικαλιστικής ένταξης; Παλαιότερα αυτό ίσχυε στην ΕΣΣΔ. Σήμερα, πού ισχύει;
του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Όπως πολλά πράγματα αλλάζουν στην οικονομία, στην πολιτική, στην κοινωνική οργάνωση και λειτουργία, αλλά και στον πολιτιστικό χώρο, το ίδιο συμβαίνει και με την δημοσιογραφία. Το επάγγελμα που ξεκίνησε και αναπτύχθηκε για 300 και πλέον χρόνια, βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι. Από την μία μεριά, η λειτουργική του δυναμική χαρακτηίζεται από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, όμως, από την άλλη, σοβαρές και βαθειές είναι οι ανακατατάξεις που πραγματοποιούνται στον χώρο των μαζικών μέσων επικοινωνίας (ΜΜΕ) και οι οποίες επηρεάζουν καθοριστικά και το δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Ένα επάγγελμα το οποίο, από κάθε άποψη, αλλάζει και ως προς την φύση του, δεδομένου ότι μεγαλώνουν πλέον οι διαφορές μεταξύ ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας και της αντίστοιχης που εφαρμόζεται στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Παράλληλα, εδώ και πολλά χρόνια, τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη έπαψαν να αποτελούν ρομαντική και ερασιτεχνική ενασχόληση για ρομαντικούς επαναστάτες ιδεολόγους και ασυμβίβαστους. Συνιστούν πλέον μία πραγματική «πολιτιστική βιομηχανία», η οποία υπακούει στους ίδιους κανόνες που ισχύουν και σε κάθε άλλον οικονομικό κλάδο μιας χώρας. Βεβαίως, τα «δημοσιογραφικά προϊόντα» χαίρουν, έως κάποιον βαθμό, ιδιαίτερης μεταχείρισης, διότι θεωρείται ακόμη ότι οι δημοσιογράφοι ασκούν ένα «κοινωνικό λειτούργημα», άρα τα «προϊόντα» που παράγουν –δηλαδή οι ειδήσεις, τα ρεπορτάζ κλπ– δεν είναι ακριβώς ίδια με τα αντίστοιχα που κυκλοφορούν στον εμπορευματικό τομέα της οικονομίας.
Το γεγονός αυτό, έστω και αν μπορεί να προκαλέσει ενστάσεις, δεν αφαιρεί από τον δημοσιογράφο την ιδιότητα του εργαζόμενου ο οποίος, πέρα από τις υποχρεώσεις του, έχει και δικαιώματα. Και τα τελευταία δεν είναι ακριβώς ίδια με τα αντίστοιχα των άλλων εργαζομένων στο εμπόριο, στην βιομηχανία ή στις διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.
Ο δημοσιογράφος, πάνω απ’ όλα, παράγει πνευματικό έργο. Σήμερα δε πολύς λόγος γίνεται στην Ευρώπη, πρώτον, για το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του έργου αυτου και, δεύτερον, με ποιους τρόπους προστατεύεται αυτή η ιδιοκτησία. Με άλλα λόγια, υπάρχει προβληματισμός για την σχέση που μπορεί να έχει ο δημοσιογράφος με το Διαδίκτυο –στο μέτρο που η πνευματική του εργασία πωλείται σε πολλά εκατομμύρια κόσμου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όμως, και ο ίδιος ο δημοσιογράφος έχει την δυνατότητα να εκδίδει, μέσω του Διαδικτύου, την δική του εφημερίδα. Είναι λοιπόν σαφές ότι, στην εποχή των πολυμέσων, προκύπτουν νέες εργασιακές σχέσεις στον δημοσιογραφικό χώρο.
Ένα άλλο φαινόμενο που πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τους δημοσιογράφους των εφημερίδων και των περιοδικών είναι αυτό της φθίνουσας πορείας των αναγνωστών. Όλες οι μέχρι σήμερα διαθέσιμες ευρωπαϊκές έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το 40% των κατοίκων της Ευρώπης δεν αγοράζουν ποτέ εφημερίδα, διότι δεν έχουν χρόνο να την διαβάσουν. Επίσης, ένα 20% δεν διαβάζει ποτέ περιοδικά, πέρα από αυτά που αναφέρονται στα ηλεκτρονικά προγράμματα. Στην Ελλάδα, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι πολύ υψηλότερα και αποδεικνύουν την μεγάλη κρίση που έρχεται και η οποία υπάρχει κίνδυνος να είναι σαρωτική.
Ποια είναι, συνεπώς, τα όπλα άμυνας –ή και αντεπίθεσης– που έχουν οι δημοσιογράφοι μπροστά σε αυτές τις βαθειές επαγγελματικές αλλαγές; Ποια είναι η συμμετοχή τους σε λήψεις αποφάσεων που αφορούν την επαγγελματική υπόσταση και επιβίωση; Ποιος τους ενημερώνει για τα τεκταινόμενα στο πλανητικό χωριό που ζούμε; Ποια είναι η συμμετοχή τους στα ευρωπαϊκά προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης που χρηματοδοτεί το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο; Ποιες είναι οι επιμορφωτικές πρωτοβουλίες των επαγγελματικών τους οργανώσεων; Αυτά και άλλα πολλά είναι τα ερωτήματα που πρέπει να απασχολούν κάθε δημοσιογράφο, πέρα από τα επίσης τεράστια θέματα δεοντολογίας και τρόπου άσκησης του επαγγέλματος, τα οποία δημιουργούνται μέσα στο νέο επικοινωνιακό και δημοσιογραφικό περιβάλλον.
Από την άλλη μεριά, η είσοδος στον χώρο των ΜΜΕ τεράστιων εφοπλιστικών κεφαλαίων, αγνώστου προελεύσεως, δημιουργεί νέες συνθήκες οι οποίες, στον ευαίσθητο τομέα των ΜΜΕ, ξεφεύγουν από κάθε κοινωνικό έλεγχο. Είναι συνεπώς επείγον να πραγματοποιηθούν πλέον σοβαρές θεσμικές αλλαγές στο καθεστώς λήψης αποφάσεων στις επιχειρήσεις ΜΜΕ.
Επίσης, θα πρέπει οι δημοσιογραφικές ενώσεις, αν θέλουν να είναι σοβαρές και υπεύθυνες, να λάβουν υπ’ όψιν τους ότι η σημερινή ψηφιακή επανάσταση μεταβάλλει εις βάθος την ίδια την υφή και ουσία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, καθώς και των άλλων επαγγελματικών ειδικοτήτων που σχετίζονται με αυτό. Διότι, ουσιαστικά, η ψηφιακή εξέλιξη καταργεί τις διαφορές μεταξύ του γραπτού, του ήχου και της εικόνας. Η σύγκλιση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, των οπτικοακουστικών μέσων και των ηλεκτρονικών υπολογιστών διαμορφώνει μία νέα οικονομική πραγματικότητα, την ψηφιακή, η οποία με την σειρά της οδηγεί και σε νέους κοινωνικο-πολιτιστικούς όρους λειτουργίας των αγορών –βεβαίως, της δημοσιογραφικής αγοράς εργασίας συμπεριλαμβανομένης.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπον κόσμο, οι δημοσιογράφοι βρίσκονται συνεπώς αντιμέτωποι με ένα νέο επαγγελματικό τοπίο, το οποίο σε λίγα χρόνια δεν θα έχει καμμία σχέση με την προ δεκαετίας δημοσιογραφία. Δεν θα έχει, όμως, σχεδόν καμμία σχέση ούτε και με τους όρους εργασίας υπό τους οποίους θα ασκείται το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Οι τελευταίες εξελίξεις στον δημοσιογραφικό χώρο ευνοούν την αυτοαπασχόληση, μετατρέπουν τους δημοσιογράφους σε σκηνοθέτες και ηθοποιούς –κακούς, κατά κανόνα– μιας εικονικής πραγματικότητας και, όπως είναι ευνόητο, υποβιβάζουν τους καλούς δημοσιογράφους σε απλούς υπαλλήλους των σκηνοθετημένων «αληθειών».
Μπροστά λοιπό σε αυτές τις πραγματικότητες και στην συνολική κρίση των ΜΜΕ στην Ελλάδα, οι επίσημες δημοσιογραφικές ενώσεις δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για τα ουσιαστικά προβλήματα. Δεν τους καίγεται καρφί για το καθεστώς πατρικίων και πληβείων που επικρατεί στον δημοσιογραφικό χώρο. Αδιαφορούν πλήρως για το μέλλον ενός κρατικοδίαιτου κλάδου, στους κόλπους του οποίου η διαφθορά είναι ο κανόνας. Το μόνο για το οποίο νοιάζονται οι καρεκλοκένταυροι του δήθεν δημοσιογραφικού συνδικαλισμού είναι τα οφίτσια, η ρητορική κενολογία και η επαναστατική γυμναστική εις βάρος εκατοντάδων νέων δημοσιογράφων που κινούνται σε μία απαράδεκτη αγορά εργασίας.
Την ώρα που η Ελλάδα της παρεοκρατίας και του κρατικισμού καταρρέει, ενώ η Μεσόγειος φλέγεται, κομματικοί γραφειοκράτες, δημόσιοι υπάλληλοι κα συνταξιούχοι των πλούσιων δημοσιογραφικών ταμείων –που είναι και η πλειοψηφία στα ΔΣ των Ενώσεων Συντακτών– αποφάσισαν μια εξευτελιστική για τον κλάδο απεργία, το κόστος της οποίας θα το πληρώσουν αυτοί που σήμερα τους εμπιστεύονται. Και ένα τελευταίο ερώτημα: σε ποια δημοκρατική χώρα του κόσμου τα κοινωνικά δικαιώματα είναι συνάρτηση της συνδικαλιστικής ένταξης; Παλαιότερα αυτό ίσχυε στην ΕΣΣΔ. Σήμερα, πού ισχύει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου