του Ανδρέα Ανδρεάδη*
Η ελληνική κοινωνία βιώνει οδυνηρά τα τραγικά λάθη του κράτους της μεταπολίτευσης. Δημοσιονομική ανευθυνότητα, ενδημική διαφθορά, απίστευτη γραφειοκρατία, εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα, υψηλό κόστος αλλά και κακό επίπεδο παιδείας και υγείας, υπερκατανάλωση και ευδαιμονισμός σε συνδυασμό με την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, οδήγησαν στην υπερχρέωση και δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη υγιούς παραγωγικής βάσης της χώρας.
Ένα κράτος πελατειακό, διεφθαρμένο και αναχρονιστικό που εξέθρεψε δύο γενιές άτολμων και ελάχιστα ικανών στην πλειοψηφία τους πολιτικών, τοπικών αρχόντων, γραφειοκρατών, συνδικαλιστών, δημοσιογράφων, κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών και πολυάριθμων, μέτριων δημοσίων υπαλλήλων. Όλοι αυτοί αγωνίσθηκαν και, πολύ φοβάμαι, οι περισσότεροι ακόμη και σήμερα, υποκρίνονται μεν, αγωνίζονται δε, να μην αλλάξει τίποτα σε ένα κράτος που καταρρέει, σε μία χώρα που η δημογραφική της πραγματικότητα και το μεταναστευτικό πρόβλημα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την τραγική της θέση. Η ενοχή όμως κάποιων δεν αθωώνει κανέναν μας. Η αυτοκριτική πρέπει να είναι συλλογική και αυστηρή. Πρέπει να κοιτάξουμε κατάματα την πικρή αλήθεια, να οπλισθούμε με επιμονή και υπομονή, να εφαρμόσουμε επώδυνες λύσεις. Η ελληνική κοινωνία, έστω φοβισμένη και ανασφαλής, δείχνει να συνειδητοποιεί ότι το κράτος της μεταπολίτευσης χρεοκόπησε οριστικά και πρέπει να τελειώσει. Προσπαθεί να βρει τον δρόμο της, εκτονώνοντας τον θυμό της, αλλά παράλληλα αναζητώντας νέα πρότυπα και λύσεις. Συναισθάνεται ότι πρέπει να αλλάξουμε, όχι γιατί το επιτάσσει το μνημόνιο, αλλά γιατί σαν λαός θα καταδικαστούμε στην χρεοκοπία, την φτώχεια και την περιθωριοποίηση. Η ελληνική κοινωνία δείχνει να έχει την ωριμότητα, τις υγιείς δυνάμεις και την εθνική υπερηφάνεια για να ξεπεράσει τα αδιέξοδα.
Στην συστράτευση αυτήν των υγιών δυνάμεων του τόπου, για την ανασυγκρότηση της πατρίδας μας και της οικονομίας της, ο τουρισμός μας καλείται να παίξει και θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το 2009 ο ελληνικός τουρισμός υπέστη τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αντίθετα το 2010, ο τουρισμός υπέστη τις συνέπειες του προβλήματος της ίδιας της χώρας, που επί σειρά μηνών ήταν πρώτη είδηση στα παγκόσμια ΜΜΕ, εξ αιτίας των άνομων πράξεων ορισμένων υποκινούμενων, θερμοκέφαλων ή ανεγκέφαλων ομάδων, που επιδείνωσαν μία ήδη επιβαρημένη κατάσταση. Η έλλειψη ρευστότητας και το ακριβό κόστος δανεισμού, δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Τότε όμως, δηλαδή πέρυσι τον Μάιο και Ιούνιο, συντελέσθηκε ένα μικρό θαύμα: Οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις βελτίωσαν τις υπηρεσίες τους, προσάρμοσαν τις τιμές τους και τελικά κατάφεραν να συγκρατήσουν τις διεθνείς αφίξεις στο επίπεδο του 2009, χωρίς ουσιαστική μείωση της απασχόλησης, με απώλειες όμως σε έσοδα. Εκεί φάνηκαν και οι μεγάλες τουριστικές δυνατότητες της χώρας μας. Αν με όλα όσα συνέβησαν το 2010, καταφέραμε όλοι μαζί, αυτό που πέρυσι τον Μάιο φάνταζε αδύνατο, χωρίς κονδύλια προβολής, χωρίς μηχανισμούς επικοινωνιακής έστω διαχείρισης της κρίσης, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι ο ελληνικός τουρισμός, με σωστό, σταθερό σχέδιο και συνεπή εφαρμογή του μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα.
Φέτος και με την προϋπόθεση ότι δεν θα επαναληφθούν έστω και κατ’ ελάχιστο τα περσινά προβλήματα, και με βάση την μέχρι σήμερα εικόνα των προκρατήσεων, ο τουρισμός μας δείχνει δυναμική ανάκαμψης. Εκτιμώ ότι οι αφίξεις αλλά ακόμη και τα έσοδα από το εξωτερικό θα κινηθούν με θετικό πρόσημο ξεπερνώντας σε αφίξεις, όχι όμως και σε έσοδα, την χρονιά ρεκόρ του 2008, δημιουργώντας πρόσθετες θέσεις απασχόλησης. Η εικόνα δεν είναι ίδια στην εγχώρια τουριστική κίνηση, η οποία θα παραμείνει πτωτική και φέτος. Η πτώση αυτή θα επηρεάσει αρνητικά τουριστικές περιοχές και επιχειρήσεις που στηρίζονται κυρίως στον εγχώριο τουρισμό και οι οποίες πρέπει απαραιτήτως να αναζητήσουν στο μέλλον μεγαλύτερη εξωστρέφεια. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα φαίνεται ότι θα βελτιώσει μέσα στο 2011 τις επιδόσεις της στην παγκόσμια τουριστική κατάταξη.
Οραματιζόμαστε μια Ελλάδα που πάνω από όλα θα εξασφαλίζει υψηλό βιοτικό επίπεδο για τους κατοίκους της, μια Ελλάδα όπου όλοι οι πολίτες του κόσμου θα ήθελαν να ζουν είτε μόνιμα, είτε προσωρινά. Μια Ελλάδα ευχάριστη για τους μόνιμους κατοίκους της, άρα και ευχάριστη και ελκυστική για τους επισκέπτες της. Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να δώσουμε στον τουρισμό το ρόλο του πρωταγωνιστή. Πρέπει να θέσουμε εθνικό στόχο να γίνουμε ένας τουριστικός προορισμός ανάμεσα στους 10 καλύτερους παγκόσμια. Ο τουρισμός μας τότε, μπορεί να φθάσει να παράγει άμεσα και έμμεσα περισσότερο από το 20% του ΑΕΠ της χώρας. Μπορεί να φθάσει να απασχολεί έναν στους τέσσερεις εργαζόμενους, κυρίως νέους και μάλιστα στην περιφέρεια. Το πόσο γρήγορα μπορεί αυτό να επιτευχθεί, θα εξαρτηθεί από το πόσο βαθιά θα το πιστέψουμε και πότε θα επικεντρώσουμε τις αναπτυξιακές προσπάθειες σε αυτό. Αν ξεκινήσουμε σήμερα, το 2020 μπορούμε να το έχουμε επιτύχει.
Όμως, για να πρωταγωνιστήσουμε ως τουριστικός τομέας δεν αρκεί μόνο να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος. Πρέπει από εδώ και στο εξής να βάλουμε νέα γερά θεμέλια με δημιουργική σκέψη, ξεκάθαρες προτεραιότητες και στόχους και συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης, που θα υλοποιείται βήμα – βήμα, με συνέχεια και συνέπεια. Κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο πρέπει να λύνουμε τα αυτονόητα, να κτίζουμε πάνω σε αυτά που κατακτούμε, χωρίς πισωγυρίσματα και στείρες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Είναι γνωστή και δεδομένη η καλή και εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ της σημερινής πολιτικής ηγεσίας του τουρισμού και του ιδιωτικού τομέα. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις υπουργών με συγκεκριμένα θετικά αποτελέσματα. Δυστυχώς αλλού βλέπουμε το αντίθετο: διαφοροποιήσεις προτεραιοτήτων, αναποτελεσματικότητα, έλλειψη στόχων, συντονισμού και συναντίληψης, τόσο για το τι πρέπει να γίνει, όσο και για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του τουρισμού. Αυτή η καταστροφική πρακτική, τροφοδοτούμενη και από κακές επιχειρηματικές νοοτροπίες, ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό την συνολική προσπάθεια και πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα και αποφασιστικά.
Επί του πρακτέου λοιπόν: η κυβέρνηση πρέπει να αναδείξει τον τουρισμό ως κύρια προτεραιότητα στο έργο της. Ήδη, σε παγκόσμιο επίπεδο, παρατηρείται μια σημαντική στροφή των Κυβερνήσεων, να θέτουν τον τουρισμό στις προτεραιότητές τους, ακόμα και σε χώρες στις οποίες ο τουρισμός δεν συγκαταλέγεται στους κύριους πλουτοπαραγωγικούς πόρους τους. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έχει ένα και μοναδικό specialized agency, αυτό για το τουρισμό. Το World Economic Forum δημιούργησε και παρακολουθεί μόνο ένα τομεακό δείκτη ανταγωνιστικότητας, αυτό του τουρισμού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πλέον περιλαμβάνει το τουρισμό στις πολιτικές της και η συνθήκη της Λισαβόνας τον ανέδειξε ως σημαντικό παράγοντα στην στρατηγική για την Ευρώπη του 2020.
Η Κυβέρνηση πρέπει να δει τον τουρισμό ως κύριο εργαλείο με το οποίο θα πετύχει τους στόχους της, στην οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική πολιτική της. Χρειάζεται ένα αυτόνομο και ισχυρό Υπουργείο Τουρισμού, το οποίο θα είναι ο μηχανισμός παραγωγής της πολιτικής, δίνοντας τις γενικές κατευθύνσεις και θέτοντας το πλαίσιο, ώστε να έρθει ο ιδιωτικός τομέας και να βάλει τις ιδέες, να προσελκυσθεί η υγιής επιχειρηματικότητα, να πραγματοποιηθούν οι επενδύσεις. Αντίστοιχη θεσμοθετημένη οργανωτική διάρθρωση πρέπει να αποκτήσουν οι Περιφέρειες και οι Καλλικράτειοι δήμοι της χώρας, όπου θα πρέπει να περνούν από «τουριστικό φίλτρο» κάθε σχεδιαζόμενη δράση τους και κάθε έργο. Με δεδομένο ότι το 80% των θεμάτων που αφορούν στο τουρισμό βρίσκονται διάσπαρτα στα συναρμόδια εκτός του τουρισμού υπουργεία, είναι κάτι παραπάνω από προφανής η ανάγκη συνεχούς - επαναλαμβάνω συνεχούς - συντονισμού και παρακολούθησης της ευρύτερης τουριστικής οικονομικής δραστηριότητας από το πρωθυπουργικό γραφείο, με συγκεκριμένο πρόγραμμα και χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.
Στο πλαίσιο των αναγκαίων γενικών μεταρρυθμίσεων εντάσσουμε κατά προτεραιότητα την αλλαγή νοοτροπίας με την οποία οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα προσεγγίζουν την επιχειρηματικότητα, τουλάχιστον όπως αυτή εκφράζεται μέσω της φορολογικής πολιτικής, της πολιτικής για την απασχόληση, της πάταξης της γραφειοκρατίας και των κινήτρων για επενδύσεις.
Ως προς την φορολογία, το κυρίαρχο ζητούμενο πρέπει να είναι η αύξηση των εσόδων κι όχι απλά η αύξηση των φόρων σε επίπεδα που τελικά οι συνεπείς πολίτες και επιχειρήσεις δεν αντέχουν να καταβάλουν. Οι φορολογικοί συντελεστές πρέπει να διατηρούνται σταθεροί σε μακροχρόνια βάση και να είναι ελκυστικοί, συγκρινόμενοι με την επενδυτική ελκυστικότητα της χώρας μας και όχι των ισχυρών οικονομικά αναπτυγμένων εταίρων μας. Η άσχημη εξέλιξη των εσόδων επιβεβαιώνει την αποτυχία των μέχρι σήμερα πολιτικών και επιβάλλει διαφορετική προσέγγιση.
Η περιορισμένη μείωση του ΦΠΑ μόνο για τα καταλύματα, έχει σήμερα επιδράσει θετικά στη ζήτηση και θα οδηγήσει με βεβαιότητα σε περισσότερα φορολογικά έσοδα για το κράτος, αποδεικνύοντας ότι η σωστότερη επιλογή θα ήταν η μείωση του συντελεστή σε ολόκληρο το φάσμα των τουριστικών υπηρεσιών, κάτι το οποίο το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να εξετάσει άμεσα. Στο ίδιο πάντα πνεύμα θα πρέπει να προχωρήσουμε σε κατάργηση όλων των φόρων και κρατήσεων υπέρ τρίτων, μια πρακτική που είναι αντίθετη σε κάθε λογική ορθής οικονομικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, ο επενδυτικός νόμος θα πρέπει να τροποποιηθεί, επιλέγοντας την πρωταγωνιστική και άμεσης απόδοσης προοπτική του τουρισμού, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τις τουριστικές επενδύσεις αιχμής, την ποιότητα αντί της ποσότητας, αυξάνοντας τα φορολογικά κίνητρα και όχι τις επιδοτήσεις.
Σε επίπεδο απασχόλησης, όταν τα ζητούμενα πλέον είναι η συγκράτηση της ανεργίας και ο έλεγχος της αδήλωτης εργασίας, είναι προφανώς προτιμότερο να μειωθούν οι εργοδοτικές εισφορές, τουλάχιστον στους συνεπείς στην καταβολή τους, αντί να παραμένουν στα υψηλότερα επίπεδα εντός Ε.Ε., συνιστώντας μεταξύ άλλων και ισχυρά αντικίνητρα στην προσέλκυση επενδύσεων. Παράλληλα δε, δημιουργούν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού μέσω της εισφοροδιαφυγής. Οι σοβαρές επιχειρήσεις δεν θέλουν να ακούν για ρυθμίσεις και θεωρούν ότι η συνέπεια στις πληρωμές τους προς το δημόσιο πρέπει να ανταμείβεται και όχι να τιμωρείται με χαριστικές ρυθμίσεις έναντι άλλων που συστηματικά παραβιάζουν τους νόμους, εκμεταλλευόμενοι την ανικανότητα του κράτους και την όχι σπάνια φαυλότητα μερικών υπαλλήλων του.
Η γραφειοκρατία αποτελεί το καλύτερο μηχανισμό συντήρησης και μεγέθυνσης ενός αντιπαραγωγικού και κοστοβόρου δημόσιου τομέα. Μπορεί να ακουστεί ως λεκτικός ακροβατισμός, αλλά αν με κλειστά μάτια καταργήσουμε το 80% των απαιτουμένων δικαιολογητικών για κάθε επιχειρηματική πράξη, ακόμα και τότε θα έχουν μείνει υπεραρκετά.
Ως γνωστό ο τουρισμός είναι μια σύνθετη δραστηριότητα που αναπτύσσεται σε ένα ευρύτερο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό πλαίσιο και διαμορφώνει μια συγκεκριμένη εικόνα. Αυτή η εικόνα, η εικόνα της χώρας μας έχει πληγεί και συνεχίζει να πλήττεται, ως παράπλευρη απώλεια των οικονομικών μας προβλημάτων, και των ελλειμμάτων στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές πολιτικές μας. Το πάλαι ποτέ πλεονέκτημα της ασφάλειας δεν ισχύει πλέον, ευτυχώς μόνο για την πρωτεύουσα, όμως επηρεάζει την εικόνα μας συνολικά και απαιτεί αποφασιστική αντιμετώπιση, όπως και το μέγα ζήτημα των παράνομων οικονομικών μεταναστών. Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε ήδη σε μια διαφορετική κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, την οποία πρέπει επειγόντως να αντιμετωπίσουμε και να ελέγξουμε. Κι επειδή η πρωτεύουσα δίνει πάντα τον τόνο, το ρυθμό και την πρώτη εικόνα της χώρας, η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη σημασία στην επίλυση των προβλημάτων της Αθήνας, ώστε να αλλάξει το κλίμα, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και να τεθούν οι βάσεις για ταχεία ανάπτυξη.
Ιεραρχώντας τις συγκεκριμένες προτάσεις που διαμορφώνουν την τουριστική μας προσφορά και τη διαχείριση της ζήτησης θα επισημάνω τις σημαντικότερες, που θεωρούμε, όχι μόνο απόλυτης προτεραιότητας αλλά και κυρίως, άμεσης απόδοσης, αφού υπενθυμίσω ότι οι απόλυτα αναγκαίες επενδύσεις σε γενικές υποδομές, με ιδιωτικό management, ελκυστικό καθεστώς λειτουργίας και λογικό κόστος, κυρίως σε αεροδρόμια και λιμάνια, δεν ωφελούν μόνο τους τουρίστες αλλά πρώτα από όλα βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της χώρας μας.
Το χωροταξικό σχέδιο για τον τουρισμό πρέπει να προχωρήσει άμεσα με γνώμονα την προστασία του περιβάλλοντος και αφού λάβει υπόψη του την φέρουσα ικανότητα των περιοχών και την ισόρροπη κατανομή των επενδύσεων σε αυτές, δημιουργώντας παράλληλα προϋποθέσεις για προϊόντα αιχμής που θα μπορούν να σταθούν με αξιώσεις στον διεθνή ανταγωνισμό.
Προϊόν αιχμής και άμεσης απόδοσης είναι η τουριστική κατοικία η οποία μπορεί να προσφέρει στη χώρα επενδύσεις 2 έως 3 δισ. Ευρώ κατ’ έτος με θετικές επιδράσεις στην απασχόληση, στην οικοδομική δραστηριότητα και στην άμβλυνση της εποχικότητας.
Προϊόν αιχμής είναι και η τοποθέτηση εξαιρετικής ποιότητας τουριστικών υποδομών, στην βέλτιστη απόσταση από την θάλασσα, με γνώμονα την προστασία και την ανάδειξη των 15.000 χλμ του αιγιαλού μας. Δεν είναι δυνατόν η χώρα μας να πρωταγωνιστήσει τουριστικά με οριζόντιους νόμους τοποθέτησης υποδομών αιχμής στα 100 μ. από την γραμμή του αιγιαλού, χωρίς μελέτη των σύγχρονων αναγκών, των ειδικών χαρακτηριστικών της περιοχής, των περιβαλλοντικών δεδομένων και χωρίς ορθή παραμετροποίηση.
Η κρουαζιέρα θα μπορούσε να αποφέρει πολύ περισσότερα έσοδα. Όμως, η άρνηση των περισσότερων εταιρειών κρουαζιερόπλοιων να υπογράψουν τις περιβόητες συμβάσεις μαζί με την έλλειψη εγγυήσεων για την απρόσκοπτη προσέγγιση των πλοίων και διακίνηση των επιβατών, επιβεβαιώνουν στην πράξη ότι το cabotage εξακολουθεί να ισχύει, άρα πρέπει να γίνουν περαιτέρω διορθωτικές παρεμβάσεις.
Κυρίαρχο ρόλο στο νέο σχέδιο για τον ελληνικό τουρισμό, κυρίαρχο ρόλο στην προσπάθεια για ανάπτυξη έχουν το ανθρώπινο κεφάλαιο, ο ανθρώπινος παράγοντας. Ο ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα πρέπει να εξεταστεί σε επίπεδο πολιτικής απασχόλησης για τον τουρισμό, σε επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και σε επίπεδο εικόνας και κοινωνικού status των τουριστικών επιχειρηματιών και επαγγελματιών. Μην ξεχνάμε ότι σχεδόν ένας στους πέντε κατοίκους της Ελλάδας απασχολείται είτε άμεσα, είτε έμμεσα με τον τουρισμό και για κάθε άμεση θέση εργασίας στην τουριστική οικονομία δημιουργείται σχεδόν ακόμα μια στην ευρύτερη οικονομία. Ακόμα, ο τουρισμός είναι η οικονομική αυτή δραστηριότητα που δημιουργεί και διατηρεί θέσεις εργασίας κυρίως στην περιφέρεια και κυρίως για νέους ανθρώπους. Το γεγονός αυτό από μόνο του θεωρώ ότι είναι ικανό να κάνει τον τουρισμό προτεραιότητα στο κυβερνητικό έργο.
Σε ότι αφορά στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, ενώ όλοι μας τόσο η Πολιτεία, όσο και οι επιχειρηματίες, συμφωνούμε για τη σπουδαιότητά της, δυστυχώς στην πράξη κάνουμε ελάχιστα. Τουριστική εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου εξακολουθεί να μην υπάρχει, ενώ η βασική εκπαίδευση στα τουριστικά επαγγέλματα υπολείπεται σε ποιότητα. Από την άλλη μεριά οι επιχειρηματίες αφιερώνουμε ελάχιστη προσπάθεια σε ενδοεπιχειρησιακή εκπαίδευση, περιμένοντας από πού άραγε και με ποιο τρόπο βελτίωση των υπηρεσιών. Πρέπει να αλλάξουμε, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η εκπαίδευση και η συνεχής κατάρτιση είναι παραγωγική επένδυση μιας επιχείρησης και όχι πρόσθετη δαπάνη.
Παράλληλα πρέπει να αξιοποιήσουμε το κοινωνικό κεφάλαιο, δηλαδή τις κοινωνικές συμμαχίες που αναπτύσσονται μέσα και μαζί με τον τουρισμό, Τα δυο τελευταία χρόνια είναι σαφής η μεταστροφή της κοινωνίας προς αναγνώριση της σημασίας του τουρισμού κυρίως διότι έγινε αντιληπτό ότι ο τουρισμός δημιουργεί απασχόληση και ότι ο τουρισμός είναι από τις ελάχιστες, αν όχι η μοναδική ελπίδα που έχουμε να βγούμε από την κρίση.
Όπως προανέφερα, ανάμεσα στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα ως χώρα, είναι και η εικόνα μας στο εξωτερικό. Πέραν της εικόνας που δημιουργεί η αρνητική οικονομική συγκυρία, η χώρα μας εξακολουθεί να πωλείται και να εκλαμβάνεται ως ένας χαμηλού κόστους προορισμός , συγκρίσιμος πιο πολύ με την Τουρκία, Αίγυπτο, Μαρόκο κλπ παρά με την Ιταλία, Ισπανία η Γαλλία. Η προβολή αλλά και η διαμόρφωση της εικόνας της χώρας μας και των περιοχών της (branding), έχει εδώ και δεκαετίες εγκαταλειφθεί πλήρως στην λογική του αυτόματου πιλότου, με τους μεγάλους Tour Operators να διαμορφώνουν μέσα από τα δικά τους δίκτυα την όποια εικόνα μιας χώρας μαζικού τουρισμού. Τα εκατοντάδες ποιοτικά και boutique καταλύματα, τα καταπληκτικά νησιά και οι πανέμορφοι οικισμοί και προορισμοί μας, ο πολιτισμός μας, η γαστρονομία μας, οι σύγχρονες αλλά και οι παραδοσιακές πόλεις μας, η άλλη Ελλάδα δηλαδή, παραμένουν στο περιθώριο χωρίς προώθηση και διαφήμιση. Και όμως, αυτή είναι η Ελλάδα που εάν προβάλλονταν σωστά με στρατηγική, συνέχεια και συνέπεια, θα δημιουργούσε μία παγκόσμια πιο ελκυστική και ισόρροπη εικόνα μεταξύ ποιότητας και ποσότητας, δίνοντας δυναμική ανάπτυξης στο ποιοτικό αλλά και υπεραξία στο μαζικότερο τμήμα του τουρισμού μας.
* Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ)
** Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την ομιλία του στην 19η Τακτική Γενική Συνέλευση του ΣΕΤΕ
Η ελληνική κοινωνία βιώνει οδυνηρά τα τραγικά λάθη του κράτους της μεταπολίτευσης. Δημοσιονομική ανευθυνότητα, ενδημική διαφθορά, απίστευτη γραφειοκρατία, εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα, υψηλό κόστος αλλά και κακό επίπεδο παιδείας και υγείας, υπερκατανάλωση και ευδαιμονισμός σε συνδυασμό με την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, οδήγησαν στην υπερχρέωση και δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη υγιούς παραγωγικής βάσης της χώρας.
Ένα κράτος πελατειακό, διεφθαρμένο και αναχρονιστικό που εξέθρεψε δύο γενιές άτολμων και ελάχιστα ικανών στην πλειοψηφία τους πολιτικών, τοπικών αρχόντων, γραφειοκρατών, συνδικαλιστών, δημοσιογράφων, κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών και πολυάριθμων, μέτριων δημοσίων υπαλλήλων. Όλοι αυτοί αγωνίσθηκαν και, πολύ φοβάμαι, οι περισσότεροι ακόμη και σήμερα, υποκρίνονται μεν, αγωνίζονται δε, να μην αλλάξει τίποτα σε ένα κράτος που καταρρέει, σε μία χώρα που η δημογραφική της πραγματικότητα και το μεταναστευτικό πρόβλημα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την τραγική της θέση. Η ενοχή όμως κάποιων δεν αθωώνει κανέναν μας. Η αυτοκριτική πρέπει να είναι συλλογική και αυστηρή. Πρέπει να κοιτάξουμε κατάματα την πικρή αλήθεια, να οπλισθούμε με επιμονή και υπομονή, να εφαρμόσουμε επώδυνες λύσεις. Η ελληνική κοινωνία, έστω φοβισμένη και ανασφαλής, δείχνει να συνειδητοποιεί ότι το κράτος της μεταπολίτευσης χρεοκόπησε οριστικά και πρέπει να τελειώσει. Προσπαθεί να βρει τον δρόμο της, εκτονώνοντας τον θυμό της, αλλά παράλληλα αναζητώντας νέα πρότυπα και λύσεις. Συναισθάνεται ότι πρέπει να αλλάξουμε, όχι γιατί το επιτάσσει το μνημόνιο, αλλά γιατί σαν λαός θα καταδικαστούμε στην χρεοκοπία, την φτώχεια και την περιθωριοποίηση. Η ελληνική κοινωνία δείχνει να έχει την ωριμότητα, τις υγιείς δυνάμεις και την εθνική υπερηφάνεια για να ξεπεράσει τα αδιέξοδα.
Στην συστράτευση αυτήν των υγιών δυνάμεων του τόπου, για την ανασυγκρότηση της πατρίδας μας και της οικονομίας της, ο τουρισμός μας καλείται να παίξει και θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το 2009 ο ελληνικός τουρισμός υπέστη τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αντίθετα το 2010, ο τουρισμός υπέστη τις συνέπειες του προβλήματος της ίδιας της χώρας, που επί σειρά μηνών ήταν πρώτη είδηση στα παγκόσμια ΜΜΕ, εξ αιτίας των άνομων πράξεων ορισμένων υποκινούμενων, θερμοκέφαλων ή ανεγκέφαλων ομάδων, που επιδείνωσαν μία ήδη επιβαρημένη κατάσταση. Η έλλειψη ρευστότητας και το ακριβό κόστος δανεισμού, δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Τότε όμως, δηλαδή πέρυσι τον Μάιο και Ιούνιο, συντελέσθηκε ένα μικρό θαύμα: Οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις βελτίωσαν τις υπηρεσίες τους, προσάρμοσαν τις τιμές τους και τελικά κατάφεραν να συγκρατήσουν τις διεθνείς αφίξεις στο επίπεδο του 2009, χωρίς ουσιαστική μείωση της απασχόλησης, με απώλειες όμως σε έσοδα. Εκεί φάνηκαν και οι μεγάλες τουριστικές δυνατότητες της χώρας μας. Αν με όλα όσα συνέβησαν το 2010, καταφέραμε όλοι μαζί, αυτό που πέρυσι τον Μάιο φάνταζε αδύνατο, χωρίς κονδύλια προβολής, χωρίς μηχανισμούς επικοινωνιακής έστω διαχείρισης της κρίσης, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι ο ελληνικός τουρισμός, με σωστό, σταθερό σχέδιο και συνεπή εφαρμογή του μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα.
Φέτος και με την προϋπόθεση ότι δεν θα επαναληφθούν έστω και κατ’ ελάχιστο τα περσινά προβλήματα, και με βάση την μέχρι σήμερα εικόνα των προκρατήσεων, ο τουρισμός μας δείχνει δυναμική ανάκαμψης. Εκτιμώ ότι οι αφίξεις αλλά ακόμη και τα έσοδα από το εξωτερικό θα κινηθούν με θετικό πρόσημο ξεπερνώντας σε αφίξεις, όχι όμως και σε έσοδα, την χρονιά ρεκόρ του 2008, δημιουργώντας πρόσθετες θέσεις απασχόλησης. Η εικόνα δεν είναι ίδια στην εγχώρια τουριστική κίνηση, η οποία θα παραμείνει πτωτική και φέτος. Η πτώση αυτή θα επηρεάσει αρνητικά τουριστικές περιοχές και επιχειρήσεις που στηρίζονται κυρίως στον εγχώριο τουρισμό και οι οποίες πρέπει απαραιτήτως να αναζητήσουν στο μέλλον μεγαλύτερη εξωστρέφεια. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα φαίνεται ότι θα βελτιώσει μέσα στο 2011 τις επιδόσεις της στην παγκόσμια τουριστική κατάταξη.
Οραματιζόμαστε μια Ελλάδα που πάνω από όλα θα εξασφαλίζει υψηλό βιοτικό επίπεδο για τους κατοίκους της, μια Ελλάδα όπου όλοι οι πολίτες του κόσμου θα ήθελαν να ζουν είτε μόνιμα, είτε προσωρινά. Μια Ελλάδα ευχάριστη για τους μόνιμους κατοίκους της, άρα και ευχάριστη και ελκυστική για τους επισκέπτες της. Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να δώσουμε στον τουρισμό το ρόλο του πρωταγωνιστή. Πρέπει να θέσουμε εθνικό στόχο να γίνουμε ένας τουριστικός προορισμός ανάμεσα στους 10 καλύτερους παγκόσμια. Ο τουρισμός μας τότε, μπορεί να φθάσει να παράγει άμεσα και έμμεσα περισσότερο από το 20% του ΑΕΠ της χώρας. Μπορεί να φθάσει να απασχολεί έναν στους τέσσερεις εργαζόμενους, κυρίως νέους και μάλιστα στην περιφέρεια. Το πόσο γρήγορα μπορεί αυτό να επιτευχθεί, θα εξαρτηθεί από το πόσο βαθιά θα το πιστέψουμε και πότε θα επικεντρώσουμε τις αναπτυξιακές προσπάθειες σε αυτό. Αν ξεκινήσουμε σήμερα, το 2020 μπορούμε να το έχουμε επιτύχει.
Όμως, για να πρωταγωνιστήσουμε ως τουριστικός τομέας δεν αρκεί μόνο να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος. Πρέπει από εδώ και στο εξής να βάλουμε νέα γερά θεμέλια με δημιουργική σκέψη, ξεκάθαρες προτεραιότητες και στόχους και συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης, που θα υλοποιείται βήμα – βήμα, με συνέχεια και συνέπεια. Κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο πρέπει να λύνουμε τα αυτονόητα, να κτίζουμε πάνω σε αυτά που κατακτούμε, χωρίς πισωγυρίσματα και στείρες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Είναι γνωστή και δεδομένη η καλή και εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ της σημερινής πολιτικής ηγεσίας του τουρισμού και του ιδιωτικού τομέα. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις υπουργών με συγκεκριμένα θετικά αποτελέσματα. Δυστυχώς αλλού βλέπουμε το αντίθετο: διαφοροποιήσεις προτεραιοτήτων, αναποτελεσματικότητα, έλλειψη στόχων, συντονισμού και συναντίληψης, τόσο για το τι πρέπει να γίνει, όσο και για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του τουρισμού. Αυτή η καταστροφική πρακτική, τροφοδοτούμενη και από κακές επιχειρηματικές νοοτροπίες, ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό την συνολική προσπάθεια και πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα και αποφασιστικά.
Επί του πρακτέου λοιπόν: η κυβέρνηση πρέπει να αναδείξει τον τουρισμό ως κύρια προτεραιότητα στο έργο της. Ήδη, σε παγκόσμιο επίπεδο, παρατηρείται μια σημαντική στροφή των Κυβερνήσεων, να θέτουν τον τουρισμό στις προτεραιότητές τους, ακόμα και σε χώρες στις οποίες ο τουρισμός δεν συγκαταλέγεται στους κύριους πλουτοπαραγωγικούς πόρους τους. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έχει ένα και μοναδικό specialized agency, αυτό για το τουρισμό. Το World Economic Forum δημιούργησε και παρακολουθεί μόνο ένα τομεακό δείκτη ανταγωνιστικότητας, αυτό του τουρισμού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πλέον περιλαμβάνει το τουρισμό στις πολιτικές της και η συνθήκη της Λισαβόνας τον ανέδειξε ως σημαντικό παράγοντα στην στρατηγική για την Ευρώπη του 2020.
Η Κυβέρνηση πρέπει να δει τον τουρισμό ως κύριο εργαλείο με το οποίο θα πετύχει τους στόχους της, στην οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική πολιτική της. Χρειάζεται ένα αυτόνομο και ισχυρό Υπουργείο Τουρισμού, το οποίο θα είναι ο μηχανισμός παραγωγής της πολιτικής, δίνοντας τις γενικές κατευθύνσεις και θέτοντας το πλαίσιο, ώστε να έρθει ο ιδιωτικός τομέας και να βάλει τις ιδέες, να προσελκυσθεί η υγιής επιχειρηματικότητα, να πραγματοποιηθούν οι επενδύσεις. Αντίστοιχη θεσμοθετημένη οργανωτική διάρθρωση πρέπει να αποκτήσουν οι Περιφέρειες και οι Καλλικράτειοι δήμοι της χώρας, όπου θα πρέπει να περνούν από «τουριστικό φίλτρο» κάθε σχεδιαζόμενη δράση τους και κάθε έργο. Με δεδομένο ότι το 80% των θεμάτων που αφορούν στο τουρισμό βρίσκονται διάσπαρτα στα συναρμόδια εκτός του τουρισμού υπουργεία, είναι κάτι παραπάνω από προφανής η ανάγκη συνεχούς - επαναλαμβάνω συνεχούς - συντονισμού και παρακολούθησης της ευρύτερης τουριστικής οικονομικής δραστηριότητας από το πρωθυπουργικό γραφείο, με συγκεκριμένο πρόγραμμα και χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.
Στο πλαίσιο των αναγκαίων γενικών μεταρρυθμίσεων εντάσσουμε κατά προτεραιότητα την αλλαγή νοοτροπίας με την οποία οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα προσεγγίζουν την επιχειρηματικότητα, τουλάχιστον όπως αυτή εκφράζεται μέσω της φορολογικής πολιτικής, της πολιτικής για την απασχόληση, της πάταξης της γραφειοκρατίας και των κινήτρων για επενδύσεις.
Ως προς την φορολογία, το κυρίαρχο ζητούμενο πρέπει να είναι η αύξηση των εσόδων κι όχι απλά η αύξηση των φόρων σε επίπεδα που τελικά οι συνεπείς πολίτες και επιχειρήσεις δεν αντέχουν να καταβάλουν. Οι φορολογικοί συντελεστές πρέπει να διατηρούνται σταθεροί σε μακροχρόνια βάση και να είναι ελκυστικοί, συγκρινόμενοι με την επενδυτική ελκυστικότητα της χώρας μας και όχι των ισχυρών οικονομικά αναπτυγμένων εταίρων μας. Η άσχημη εξέλιξη των εσόδων επιβεβαιώνει την αποτυχία των μέχρι σήμερα πολιτικών και επιβάλλει διαφορετική προσέγγιση.
Η περιορισμένη μείωση του ΦΠΑ μόνο για τα καταλύματα, έχει σήμερα επιδράσει θετικά στη ζήτηση και θα οδηγήσει με βεβαιότητα σε περισσότερα φορολογικά έσοδα για το κράτος, αποδεικνύοντας ότι η σωστότερη επιλογή θα ήταν η μείωση του συντελεστή σε ολόκληρο το φάσμα των τουριστικών υπηρεσιών, κάτι το οποίο το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να εξετάσει άμεσα. Στο ίδιο πάντα πνεύμα θα πρέπει να προχωρήσουμε σε κατάργηση όλων των φόρων και κρατήσεων υπέρ τρίτων, μια πρακτική που είναι αντίθετη σε κάθε λογική ορθής οικονομικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, ο επενδυτικός νόμος θα πρέπει να τροποποιηθεί, επιλέγοντας την πρωταγωνιστική και άμεσης απόδοσης προοπτική του τουρισμού, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τις τουριστικές επενδύσεις αιχμής, την ποιότητα αντί της ποσότητας, αυξάνοντας τα φορολογικά κίνητρα και όχι τις επιδοτήσεις.
Σε επίπεδο απασχόλησης, όταν τα ζητούμενα πλέον είναι η συγκράτηση της ανεργίας και ο έλεγχος της αδήλωτης εργασίας, είναι προφανώς προτιμότερο να μειωθούν οι εργοδοτικές εισφορές, τουλάχιστον στους συνεπείς στην καταβολή τους, αντί να παραμένουν στα υψηλότερα επίπεδα εντός Ε.Ε., συνιστώντας μεταξύ άλλων και ισχυρά αντικίνητρα στην προσέλκυση επενδύσεων. Παράλληλα δε, δημιουργούν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού μέσω της εισφοροδιαφυγής. Οι σοβαρές επιχειρήσεις δεν θέλουν να ακούν για ρυθμίσεις και θεωρούν ότι η συνέπεια στις πληρωμές τους προς το δημόσιο πρέπει να ανταμείβεται και όχι να τιμωρείται με χαριστικές ρυθμίσεις έναντι άλλων που συστηματικά παραβιάζουν τους νόμους, εκμεταλλευόμενοι την ανικανότητα του κράτους και την όχι σπάνια φαυλότητα μερικών υπαλλήλων του.
Η γραφειοκρατία αποτελεί το καλύτερο μηχανισμό συντήρησης και μεγέθυνσης ενός αντιπαραγωγικού και κοστοβόρου δημόσιου τομέα. Μπορεί να ακουστεί ως λεκτικός ακροβατισμός, αλλά αν με κλειστά μάτια καταργήσουμε το 80% των απαιτουμένων δικαιολογητικών για κάθε επιχειρηματική πράξη, ακόμα και τότε θα έχουν μείνει υπεραρκετά.
Ως γνωστό ο τουρισμός είναι μια σύνθετη δραστηριότητα που αναπτύσσεται σε ένα ευρύτερο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό πλαίσιο και διαμορφώνει μια συγκεκριμένη εικόνα. Αυτή η εικόνα, η εικόνα της χώρας μας έχει πληγεί και συνεχίζει να πλήττεται, ως παράπλευρη απώλεια των οικονομικών μας προβλημάτων, και των ελλειμμάτων στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές πολιτικές μας. Το πάλαι ποτέ πλεονέκτημα της ασφάλειας δεν ισχύει πλέον, ευτυχώς μόνο για την πρωτεύουσα, όμως επηρεάζει την εικόνα μας συνολικά και απαιτεί αποφασιστική αντιμετώπιση, όπως και το μέγα ζήτημα των παράνομων οικονομικών μεταναστών. Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε ήδη σε μια διαφορετική κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, την οποία πρέπει επειγόντως να αντιμετωπίσουμε και να ελέγξουμε. Κι επειδή η πρωτεύουσα δίνει πάντα τον τόνο, το ρυθμό και την πρώτη εικόνα της χώρας, η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη σημασία στην επίλυση των προβλημάτων της Αθήνας, ώστε να αλλάξει το κλίμα, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και να τεθούν οι βάσεις για ταχεία ανάπτυξη.
Ιεραρχώντας τις συγκεκριμένες προτάσεις που διαμορφώνουν την τουριστική μας προσφορά και τη διαχείριση της ζήτησης θα επισημάνω τις σημαντικότερες, που θεωρούμε, όχι μόνο απόλυτης προτεραιότητας αλλά και κυρίως, άμεσης απόδοσης, αφού υπενθυμίσω ότι οι απόλυτα αναγκαίες επενδύσεις σε γενικές υποδομές, με ιδιωτικό management, ελκυστικό καθεστώς λειτουργίας και λογικό κόστος, κυρίως σε αεροδρόμια και λιμάνια, δεν ωφελούν μόνο τους τουρίστες αλλά πρώτα από όλα βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της χώρας μας.
Το χωροταξικό σχέδιο για τον τουρισμό πρέπει να προχωρήσει άμεσα με γνώμονα την προστασία του περιβάλλοντος και αφού λάβει υπόψη του την φέρουσα ικανότητα των περιοχών και την ισόρροπη κατανομή των επενδύσεων σε αυτές, δημιουργώντας παράλληλα προϋποθέσεις για προϊόντα αιχμής που θα μπορούν να σταθούν με αξιώσεις στον διεθνή ανταγωνισμό.
Προϊόν αιχμής και άμεσης απόδοσης είναι η τουριστική κατοικία η οποία μπορεί να προσφέρει στη χώρα επενδύσεις 2 έως 3 δισ. Ευρώ κατ’ έτος με θετικές επιδράσεις στην απασχόληση, στην οικοδομική δραστηριότητα και στην άμβλυνση της εποχικότητας.
Προϊόν αιχμής είναι και η τοποθέτηση εξαιρετικής ποιότητας τουριστικών υποδομών, στην βέλτιστη απόσταση από την θάλασσα, με γνώμονα την προστασία και την ανάδειξη των 15.000 χλμ του αιγιαλού μας. Δεν είναι δυνατόν η χώρα μας να πρωταγωνιστήσει τουριστικά με οριζόντιους νόμους τοποθέτησης υποδομών αιχμής στα 100 μ. από την γραμμή του αιγιαλού, χωρίς μελέτη των σύγχρονων αναγκών, των ειδικών χαρακτηριστικών της περιοχής, των περιβαλλοντικών δεδομένων και χωρίς ορθή παραμετροποίηση.
Η κρουαζιέρα θα μπορούσε να αποφέρει πολύ περισσότερα έσοδα. Όμως, η άρνηση των περισσότερων εταιρειών κρουαζιερόπλοιων να υπογράψουν τις περιβόητες συμβάσεις μαζί με την έλλειψη εγγυήσεων για την απρόσκοπτη προσέγγιση των πλοίων και διακίνηση των επιβατών, επιβεβαιώνουν στην πράξη ότι το cabotage εξακολουθεί να ισχύει, άρα πρέπει να γίνουν περαιτέρω διορθωτικές παρεμβάσεις.
Κυρίαρχο ρόλο στο νέο σχέδιο για τον ελληνικό τουρισμό, κυρίαρχο ρόλο στην προσπάθεια για ανάπτυξη έχουν το ανθρώπινο κεφάλαιο, ο ανθρώπινος παράγοντας. Ο ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα πρέπει να εξεταστεί σε επίπεδο πολιτικής απασχόλησης για τον τουρισμό, σε επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και σε επίπεδο εικόνας και κοινωνικού status των τουριστικών επιχειρηματιών και επαγγελματιών. Μην ξεχνάμε ότι σχεδόν ένας στους πέντε κατοίκους της Ελλάδας απασχολείται είτε άμεσα, είτε έμμεσα με τον τουρισμό και για κάθε άμεση θέση εργασίας στην τουριστική οικονομία δημιουργείται σχεδόν ακόμα μια στην ευρύτερη οικονομία. Ακόμα, ο τουρισμός είναι η οικονομική αυτή δραστηριότητα που δημιουργεί και διατηρεί θέσεις εργασίας κυρίως στην περιφέρεια και κυρίως για νέους ανθρώπους. Το γεγονός αυτό από μόνο του θεωρώ ότι είναι ικανό να κάνει τον τουρισμό προτεραιότητα στο κυβερνητικό έργο.
Σε ότι αφορά στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, ενώ όλοι μας τόσο η Πολιτεία, όσο και οι επιχειρηματίες, συμφωνούμε για τη σπουδαιότητά της, δυστυχώς στην πράξη κάνουμε ελάχιστα. Τουριστική εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου εξακολουθεί να μην υπάρχει, ενώ η βασική εκπαίδευση στα τουριστικά επαγγέλματα υπολείπεται σε ποιότητα. Από την άλλη μεριά οι επιχειρηματίες αφιερώνουμε ελάχιστη προσπάθεια σε ενδοεπιχειρησιακή εκπαίδευση, περιμένοντας από πού άραγε και με ποιο τρόπο βελτίωση των υπηρεσιών. Πρέπει να αλλάξουμε, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η εκπαίδευση και η συνεχής κατάρτιση είναι παραγωγική επένδυση μιας επιχείρησης και όχι πρόσθετη δαπάνη.
Παράλληλα πρέπει να αξιοποιήσουμε το κοινωνικό κεφάλαιο, δηλαδή τις κοινωνικές συμμαχίες που αναπτύσσονται μέσα και μαζί με τον τουρισμό, Τα δυο τελευταία χρόνια είναι σαφής η μεταστροφή της κοινωνίας προς αναγνώριση της σημασίας του τουρισμού κυρίως διότι έγινε αντιληπτό ότι ο τουρισμός δημιουργεί απασχόληση και ότι ο τουρισμός είναι από τις ελάχιστες, αν όχι η μοναδική ελπίδα που έχουμε να βγούμε από την κρίση.
Όπως προανέφερα, ανάμεσα στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα ως χώρα, είναι και η εικόνα μας στο εξωτερικό. Πέραν της εικόνας που δημιουργεί η αρνητική οικονομική συγκυρία, η χώρα μας εξακολουθεί να πωλείται και να εκλαμβάνεται ως ένας χαμηλού κόστους προορισμός , συγκρίσιμος πιο πολύ με την Τουρκία, Αίγυπτο, Μαρόκο κλπ παρά με την Ιταλία, Ισπανία η Γαλλία. Η προβολή αλλά και η διαμόρφωση της εικόνας της χώρας μας και των περιοχών της (branding), έχει εδώ και δεκαετίες εγκαταλειφθεί πλήρως στην λογική του αυτόματου πιλότου, με τους μεγάλους Tour Operators να διαμορφώνουν μέσα από τα δικά τους δίκτυα την όποια εικόνα μιας χώρας μαζικού τουρισμού. Τα εκατοντάδες ποιοτικά και boutique καταλύματα, τα καταπληκτικά νησιά και οι πανέμορφοι οικισμοί και προορισμοί μας, ο πολιτισμός μας, η γαστρονομία μας, οι σύγχρονες αλλά και οι παραδοσιακές πόλεις μας, η άλλη Ελλάδα δηλαδή, παραμένουν στο περιθώριο χωρίς προώθηση και διαφήμιση. Και όμως, αυτή είναι η Ελλάδα που εάν προβάλλονταν σωστά με στρατηγική, συνέχεια και συνέπεια, θα δημιουργούσε μία παγκόσμια πιο ελκυστική και ισόρροπη εικόνα μεταξύ ποιότητας και ποσότητας, δίνοντας δυναμική ανάπτυξης στο ποιοτικό αλλά και υπεραξία στο μαζικότερο τμήμα του τουρισμού μας.
* Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ)
** Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την ομιλία του στην 19η Τακτική Γενική Συνέλευση του ΣΕΤΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου