Πριν από ένα ήδη χρόνο, μετά από 35 χρόνια εθνικής ασωτίας, η χώρα μας τέθηκε υπό καθεστώς ευρωπαϊκής κηδεμονίας. Η δρακόντεια σύμβαση που υπογράψαμε με τους εταίρους μας προκειμένου να μας δοθεί μια παράταση ζωής υπό όρους, ήταν κατά βάθος ένα στοίχημα με τον εαυτό μας: Δεσμευθήκαμε ν’ αλλάξουμε ριζικά, για να μη βρεθούμε εκτός ευρωπαϊκής τροχιάς. Δηλώσαμε έτοιμοι ν’ αποδομήσουμε συθέμελα το χρεοκοπημένο πελατειακό κράτος για να μη χρεοκοπήσουμε συλλογικά. Αναδεχθήκαμε την αδήριτη ανάγκη να φτωχύνουμε πρόσκαιρα ως λαός για να μην πτωχεύσουμε οριστικά ως έθνος.
Μέσα στον χρόνο αυτόν διανύσαμε μια επώδυνη πορεία. Μισθοί και συντάξεις μειώθηκαν, φόροι αυξήθηκαν, έκτακτες εισφορές επιβλήθηκαν, επιχειρήσεις έκλεισαν ή συρρικνώθηκαν, οι άνεργοι πολλαπλασιάστηκαν. Κι όμως, διάχυτη είναι πλέον η πεποίθηση ότι βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε –ένα βήμα πριν απ’ τον γκρεμό. Ένα αίσθημα αποτυχίας και ματαιοπονίας κυριαρχεί στην κοινωνία. Οι θυσίες δεν φαίνεται να έχουν πιάσει τόπο. Η κρίση παραμένει χωρίς ορατή διέξοδο. Εξακολουθούμε να βουλιάζουμε –ενώ υποτίθεται ότι πασχίζουμε ν’ αλλάξουμε.
Η σιωπηλή πλειοψηφία εξακολουθεί να γυρίζει την πλάτη σε όσους της τάζουν δρόμους στρωμένους με ρόδα ή κηρύσσουν δήθεν προοδευτικά ευαγγέλια απομονωτισμού για τη χώρα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αμφιβάλλει, εύλογα, για τη σκοπιμότητα και το νόημα των θυσιών της –όσο βλέπει τη δυναμική της αλλαγής να εξαερώνεται μπροστά στην αντίδραση των κατεστημένων νοοτροπιών και των παγιωμένων συμφερόντων. Βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση για το σήμερα, σε απόλυτη αβεβαιότητα για το αύριο, απρόθυμη ή ανήμπορη να συμβάλει σε οποιαδήποτε προσπάθεια.
Πού αποτύχαμε; Τις πταίει; Τι μας φταίει;
Η απάντηση είναι σύνθετη και ταυτόχρονα πολύ απλή. Αποτύχαμε γιατί αντιμετωπίσαμε με το μπαμπάκι κι όχι με το νυστέρι το καρκίνωμα που ευθύνεται για την κρίση και τη διαιώνισή της: το κραταιό πελατειακό κράτος.
Υπερτροφικό και παρασιτικό, οικειοποιείται τα δάνεια που μας δίνουν οι εταίροι μας για ν’ αλλάξουμε και ακυρώνει κάθε αλλαγή. Με εμπροσθοφυλακή τους εργατοπατέρες και τις συντεχνίες, με οπισθοφυλακή την αντιδραστική γραφειοκρατία, σαμποτάρει κάθε απόπειρα εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού. Ταυτίζει δημαγωγικά τα συμφέροντά του με το «καλό του λαού», για να πείσει τον λαό ότι όλοι οι άλλοι είναι εχθροί του.
Το σύστημα αυτό δίνει ανένδοτες μάχες χαρακωμάτων. Κάθε περικοπή σκανδαλωδών επιδομάτων, κάθε μετάταξη αργόμισθων, κάθε απόπειρα κατάργησης των άχρηστων οργανισμών, φορέων και υπηρεσιών του δημοσίου, γίνεται αφορμή ιερού πολέμου από τους λαϊκούς ρήτορες των κομμάτων και των συνδικάτων. Ενώ τα χιλιάδες λουκέτα κι οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι του ιδιωτικού τομέα αντιμετωπίζονται με αδιαφορία ως στατιστικό στοιχείο. Η στρατιά των νέων χωρίς δουλειά δεν συγκινεί τους επαγγελματίες φίλους του λαού.
Η παραγωγική οικονομία πλήρωσε και πληρώνει ακριβά την κρίση. Παλεύει στηριγμένη στις δικές της δυνάμεις για να επιβιώσει. Καταβάλλει αγόγγυστα το μερίδιο που της αναλογεί. Δεν είναι όμως διατεθειμένη να υποστεί αδιαμαρτύρητα κι άλλα έκτακτα χαράτσια, κι άλλους φόρους, κι άλλα βάρη, όταν βλέπει ότι αυτά πάνε για τη συντήρηση αυτού του κράτους των κομματικών πελατών –που καταχράται τους φόρους των πολιτών και αναδιανέμει στους εκλεκτούς του και στους επιτήδειους τον εθνικό πλούτο. Οι παραγωγικοί πολίτες δεν είναι πια διατεθειμένοι να δουλεύουν για να συντηρούν όσους τους δουλεύουν!
Αυτό το κράτος των πελατών συμπαρασύρει στη χρεοκοπία του την κοινωνία των πολιτών. Το κομματικό σύστημα όμως επιμένει να το κανακεύει. Φροντίζει τους πελάτες του και αδιαφορεί για τους πολίτες του. Θεωρεί πως αν καταργήσει αυτό το κράτος, θα αυτοκαταργηθεί. Ουσιαστικά, είναι το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα που αρνείται να αποκρατικοποιηθεί. Αποφεύγει να αναμορφώσει ριζικά το κράτος, γιατί δεν θέλει ν’ αναμορφώσει πραγματικά τον εαυτό του.
Γι’ αυτό λέω: η κρίση είναι οικονομική, αλλά το πρόβλημά μας είναι πολιτικό, είναι κομματικό. Αλλά και κοινωνικό ταυτόχρονα. Η κομματοκρατία κατάφερε να μεταλλάξει την κοινωνία μας σε κοινωνία πελατών και όχι πολιτών.
Η συμβιωτική σχέση κράτους – κομματικού συστήματος εξέθρεψε μια μεγάλη κατηγορία Ελλήνων που έκαναν ιδεολογία την εξάρτηση από το δημόσιο και θεό τους το εύκολο χρήμα. Ταύτισαν την ανάπτυξη με τις κρατικές επιδοτήσεις και την επιχειρηματικότητα με το πλιάτσικο κομματική αδεία. Βάφτισαν τη νομή του δημόσιου χρήματος κεκτημένο τους. Οι πονηροί αυτοί πελάτες της κομματοκρατίας παραγκώνισαν ή αλλοτρίωσαν σταδιακά τους δημιουργικούς πολίτες της χώρας και διαμόρφωσαν μια Ελλάδα στα μέτρα τους: μια χώρα μειωμένης προσπάθειας και μειωμένης ανταγωνιστικότητας, μαθημένη να ζει με δανεικά και όχι απ’ τον ιδρώτα της. Μια χώρα που ποζάρει αυτάρεσκα ως περιούσια για να κρύψει την αδυναμία της να καταξιωθεί οικονομικά και εθνικά στον σύγχρονο κόσμο.
Υπήρξε κάτι σαν αναλαμπή συνείδησης πριν από ένα χρόνο, όταν το σύστημα αυτό κατέρρευσε οικονομικά –και ηθικά– μέσα από τη δική του ασυδοσία.
Δεσμευτήκαμε σε μια κοινή προσπάθεια αλλαγής, γιατί η ίδια μας η συνείδηση κάπου δεν μας επέτρεπε πια να ανεχόμαστε τη μίζα και την αρπαχτή ως στάση ζωής, την ανομία κι ατιμωρησία ως κοινωνικό καθεστώς. Καταλάβαμε ότι αν συνεχίσουμε να ζητούμε τα πάντα απ’ το κράτος και να μην απαιτούμε τίποτα απ’ τον εαυτό μας, δεν θα ξαναδούμε προκοπή.
Δυστυχώς, η προσπάθεια δεν κράτησε πολύ. Οι αντιστάσεις του αναχρονισμού και του πελατειακού εθισμού αποδείχθηκαν πιο ισχυρές από τον φόβο της εθνικής κατάρρευσης. Η εύκολη δημαγωγία εξοστράκισε τον ουσιαστικό προβληματισμό. Κατά μία έννοια, η βοήθεια από τους εταίρους μας υπήρξε δίκοπο μαχαίρι. Μας έδωσε ανάσα για να μη βουλιάξουμε –ταυτόχρονα όμως, προσέφερε πίστωση χρόνου στις δυνάμεις που δεν θέλουν ν’ αλλάξουμε.
Παρ’ όλα αυτά, το στοίχημα της αλλαγής δεν πρέπει να θεωρείται –ακόμη– χαμένο.
Ο λαός στη σιωπηλή του πλειοψηφία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανοχή και αντοχή, διαψεύδοντας τους εισαγγελείς των τηλεπαραθύρων και τις Κασσάνδρες των κομματικών μπαλκονιών. Έχει φανεί πολύ πιο ώριμος από τους ανώριμους ακτιβιστές και πολύ πιο υπεύθυνος από τους ανεύθυνους λαϊκιστές που του χαϊδεύουν τ’ αυτιά με ανέξοδες συνταγές σωτηρίας. Ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης τον κάνει να δυσπιστεί σε όσους του λένε ότι αρκεί να κάψουμε το σκιάχτρο του Μνημονίου για να ξαναγίνουν όλα ωραία και καλά.
Έγινε όμως εξαρχής ένα μεγάλο στρατηγικό λάθος. Δεν κάναμε τον λαό μας κοινωνό της αλήθειας, όλης της αλήθειας. Δεν του εξηγήσαμε επαρκώς πόσο τραγικά δύσκολη είναι η κατάσταση, πόσο επώδυνα τα μέτρα που θα απαιτηθούν, πόσο μακρύς ο δρόμος μέχρι να ξανασταθεί στα πόδια της η χώρα.
Συγκαλύψαμε με κομματικές σκιαμαχίες την αλήθεια: ότι απλά δεν υπάρχουν λεφτά. Κι ότι οι κατάρες κατά του Μνημονίου δεν υποκαθιστούν τα δανεικά που χρειαζόμαστε για να επιβιώνουμε –μήνα με τον μήνα.
Δεν είπαμε στην κοινή γνώμη πόσο παραπλανούν τα διάφορα σενάρια, που εμφανίζουν την αναδιάρθρωση του χρέους μας ως μία ανώδυνη έξοδο από την κρίση. Η αναδιάρθρωση, όποτε κι αν έρθει, όποια μορφή κι αν πάρει, θα είναι λύση μόνο αν πρώτα έχουμε καυτηριάσει τις πηγές δημιουργίας των ελλειμμάτων και του χρέους, μόνο αν έχουμε πρώτα θέσει νέα, βιώσιμα θεμέλια για την οικονομία μας. Και μόνο έτσι θα πείσουμε τις αγορές και τους εταίρους μας ότι πράγματι αλλάξαμε. Διαφορετικά, η όποια αναδιάρθρωση θα ισοδυναμεί με εθνική χρεοκοπία.
Δεν εξηγήσαμε στην κοινή γνώμη πως δεν υπάρχει επιστροφή στην αναπτυξιακή φούσκα του χθες. Η«ανάπτυξη» δεν θα έρθει ως μάννα εξ ουρανού να ξαναγεμίσει τις τσέπες και τα μαγαζιά. Θα ξανάρθει μόνο αν μπούμε στην τροχιά των ανοιχτών αγορών, των ανοιχτών πεδίων δράσης, των ανοιχτών αντιλήψεων. Για να ξαναδούμε ανάπτυξη σ’ αυτή τη χώρα θα πρέπει πρώτα να υλοποιηθούν όλες οι μεταρρυθμίσεις που σήμερα καθυστερούν, να εφαρμοστούν όλες εκείνες που μένουν στα χαρτιά, να επιταχυνθούν όσες προγραμματίζονται –και βέβαια να αλλάξουν δραστικά οι δομές, οι θεσμοί, οι κεκτημένες νοοτροπίες. Κι αυτό αποτελεί σήμερα μια πρόκληση κατ’ εξοχήν πολιτική και δευτερευόντως οικονομική.
Η σκληρότερη αλήθεια σήμερα είναι ότι είμαστε αναγκασμένοι να υποστούμε περαιτέρω μείωση του βιοτικού μας επιπέδου. Να επιδείξουμε πολύ μεγαλύτερη υπομονή και επιμονή. Να μειώσουμε τις προσδοκίες μας. Και να οπλιστούμε ηθικά και ψυχικά, γιατί ο δρόμος θα είναι μακρύς. Δεν έχουμε ωστόσο άλλη επιλογή. Μπροστά μας βρίσκεται μια δύσβατη ανηφόρα –αλλά πίσω μας είναι ο γκρεμός. Αν δεν τα καταφέρουμε, θα πεινάσουμε.
Εξίσου σκληρή αλήθεια είναι και ότι ο χρόνος μάς τελείωσε. Τα μέτρα που χρειάζεται να ληφθούν, πρέπει να ληφθούν τώρα. Με το όποιο κόστος. Όλες οι διαρθρωτικές αλλαγές πρέπει να προχωρήσουν τώρα. Κόντρα στις όποιες αντιδράσεις. Κάθε μέρα που χάνεται, προσθέτει σκοτάδι στο μέλλον μας. Αν δεν κάνουμε, χωρίς άλλη χρονοτριβή, αυτά που πρέπει μας περιμένει η κόλαση –και το σήμερα, για το οποίο τόσο μεμψιμοιρούμε, αύριο κινδυνεύει να μας φαίνεται, συγκριτικά, παράδεισος.
Όσο ανεχόμαστε τις ΔΕΚΟ να παραμένουν μπανανίες του κομματισμού, όσο επιτρέπουμε να μας φοβίζει ο πολιτικός χουλιγκανισμός ορισμένων συντεχνιών και συνδικαλιστών, όσο θυσιάζουμε τις αποκρατικοποιήσεις στην αντίσταση των ιδεοληπτικών, όσο φορολογούμε τη δουλειά για να προστατέψουμε την αργομισθία, η αλλαγή δεν θα ‘ρθει και ο τόπος θα ρημάξει.
Οι περιστάσεις απαιτούν μια ισχυρή διακυβέρνηση, αταλάντευτη στους στόχους της, ανυποχώρητη στις προθέσεις της. Αποφασισμένη να δείξει στη διεθνή κοινότητα και πρωτίστως στους εταίρους μας ότι η Ελλάδα αλλάζει, ήδη άλλαξε. Ότι συγκλίνουμε επιτέλους έμπρακτα σε επίπεδο δομών, θεσμών και νοοτροπιών.
Ο λαός μας έχει ανάγκη από μία ισχυρή διακυβέρνηση. Ικανή να εμπνεύσει την κοινωνία και να καθοδηγήσει σταθερά τους πολίτες, βήμα – βήμα, στη δύσκολη διαδρομή.
Βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της εθνικής δοκιμασίας. Θέλει πολλή δουλειά ακόμη για να δούμε το φως στην άκρη του περιβόητου τούνελ. Αυτό πρέπει να εξηγηθεί στους Έλληνες πολίτες. Χωρίς εκπτώσεις και παραμυθίες. Γιατί, κάποια στιγμή, αν βασίζονται σε φρούδες προσδοκίες για σύντομη έξοδο από την κρίση χωρίς άλλες θυσίες, και η αντοχή και η ανοχή τους μοιραία θα εξαντληθούν. Κάποια στιγμή, αν η ψευδαίσθηση αυτή συντηρηθεί, ο λαός θα «ζητήσει τα ρέστα» –απ’ όποιους βλέπει μπροστά του– χωρίς κομματικές εξαιρέσεις ούτε καν ατομικές αθωώσεις. Οφείλουμε να του εκθέσουμε γυμνή την κατάσταση, για να συνειδητοποιηθεί και ν’ αποφασίσει ποιο μέλλον θέλει.
Έναν ολόκληρο χρόνο μετά το στοίχημα σωτηρίας με τα λεφτά του Μνημονίου, η χώρα ξαναβρίσκεται μετέωρη. Θα χρειαστούμε κι άλλα δανεικά, ζητούμε και άλλη πίστωση χρόνου από μιαν Ευρώπη που έχει χάσει την εμπιστοσύνη της σε εμάς.
Η κατάσταση δεν είναι απλώς αδιέξοδη, είναι οριακή για την ίδια την εθνική μας υπόσταση.
Θα ευχόμουν να μπορούσε, έστω και αυτή την ύστατη στιγμή, να καταστεί δυνατή η συνεννόηση μεταξύ των πιο υπεύθυνων δυνάμεων της χώρας –η σύγκλισή τους σε βασικούς στόχους, τομές και μέτρα για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο. Να υπάρξει μία συναίνεση όχι κομματικού συμβιβασμού, αλλά εθνικής πνοής. Σήμερα, η ευχή αυτή δεν είναι ρεαλιστική. Μία τέτοια πολιτική συναίνεση ήταν εφικτή και θα έπρεπε να είχε επιτευχθεί πριν από ένα χρόνο –όταν η χώρα προσέφυγε στο Μνημόνιο για να σωθεί. Σήμερα, φοβούμαι ότι η συναίνεση είναι καμένο χαρτί. Και χωρίς πολιτική συναίνεση δεν μπορεί να υπάρξει εθνική συστράτευση.
Εφόσον λοιπόν το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να δώσει διέξοδο, είναι αναγκαία η προσφυγή στον λαϊκό παράγοντα. Για να επαναπρογραμματισθεί και να προχωρήσει η αναγκαία αλλαγή. Ο λόγος πρέπει τώρα να δοθεί στον ίδιο το λαό.
Αλλά, όχι έμμεσα –όχι με εκλογές. Όπως έχουν τα πράγματα, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι εκλογές θα αποτυπώσουν το διαφαινόμενο αδιέξοδο του κομματικού συστήματος, αντί να δώσουν διέξοδο στην κοινωνία. Θα επιτείνουν την κομματική διχόνοια και τη σύγχυση των πολιτών. Το προδιαγραφόμενο αποτέλεσμά τους δεν θα είναι ούτε ξεκάθαρο ούτε πολιτικά βιώσιμο.
Απομένει μόνο μία πολιτικά υγιής και εθνικά αξιοπρεπής λύση: Να κληθεί ο λαός ν’ αποφανθεί άμεσα για την ακολουθητέα εθνική πορεία –μέσα από ένα δημοψήφισμα. Ένα δημοψήφισμα που θα θέσει την κοινωνία μας μπροστά στο μοναδικό, πλέον, σήμερα, βαθύτερο εθνικό μας διακύβευμα:
ΠΡΟΧΩΡΟΥΜΕ στον δρόμο που επιβάλλει η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, με τους όρους και με τις θυσίες που απαιτεί η παραμονή μας στην ευρωζώνη; Είμαστε διατεθειμένοι να καταβάλουμε το κόστος των αλλαγών που απαιτούνται για να μην κατέβουμε από το τρένο της Ευρώπης;
Ή
ΑΠΟΧΩΡΟΥΜΕ και πορευόμαστε πλέον μόνοι, χωρίς τους όρους, αλλά και χωρίς τα δισεκατομμύρια των εταίρων μας; Θέλει η κοινωνική πλειοψηφία να προκρίνει ένα δρόμο που μας οδηγεί στο περιθώριο και την εθνικά υπερήφανη εξαθλίωση;
Αυτό, επαναλαμβάνω, είναι το βαθύτερο διακύβευμα. Το ερώτημα που θα τεθεί στον λαό θα πρέπει να εμπεριέχει με απόλυτη σαφήνεια το κρίσιμο αυτό σταυροδρόμι μπροστά στο οποίο βρισκόμαστε. Γιατί, αν αποτύχουμε, μοιραία θα τεθούμε εκτός Ευρωπαϊκής τροχιάς.
Ένα δημοψήφισμα θα προσδώσει με τον πιο άμεσο τρόπο στην κοινωνία συνολικά, τη δυνατότητα ν’ αναλάβει τις ευθύνες της. Κι είναι πεποίθησή μου ότι η κοινωνία θα απορρίψει, μια για πάντα, την ιδεοληψία, τον καιροσκοπισμό, την ιδιοτέλεια που υπονομεύουν κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού της χώρας.
Γνωρίζω, βέβαια, ότι υπάρχουν δημοσκοπήσεις που εμφανίζουν μία πλειοψηφία στην οποία κυριαρχεί ο αρνητισμός. Η λαϊκή δυσαρέσκεια βρίσκει διέξοδο σ’ ένα Μνημόνιο υπονομευμένο κομματικά και ηθικά.
Ο μέσος πολίτης τα βάζει με τους εταίρους μας που δεν έσπευσαν να μας σώσουν με… δανεικά κι αγύριστα. Φοβάται τις αλλαγές, ενώ αυτές θίγουν μόνο όσους νέμονται το πελατειακό κράτος. Οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν τη σύγχυση και παραπληροφόρηση που καλλιεργεί η στείρα κομματική αντιδικία.
Ένα δημοψήφισμα, όμως, δεν θα αφήσει κανένα περιθώριο υπεκφυγής, κανένα άλλοθι στο πολιτικό σύστημα. Θα δώσει στους πολιτικούς –αλλά και κοινωνικούς– φορείς την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν πλήρως τη θέση τους αναφορικά με το αύριο του τόπου. Θα κληθούν να αιτιολογήσουν το μεγάλο τους ΝΑΙ ή το μεγάλο τους ΟΧΙ, περιγράφοντας απερίφραστα τις συνέπειες που συνεπάγεται για τον λαό και το έθνος.
Γιατί, αναγκαία και αυτονόητη προϋπόθεση ενός τέτοιου δημοψηφίσματος, είναι να ενημερωθεί ο λαός, με ειλικρίνεια και καθαρότητα, για τις επιπτώσεις της επιλογής του –για τις συνέπειες που θα έχει στο εισόδημα, στη ζωή, στην καθημερινότητα, στις προοπτικές του καθενός μας. Μόνο με τον λαό μας πλήρως ενημερωμένο και συνειδητοποιημένο για τις συνέπειες της ψήφου του, θα έχει νόημα και εγκυρότητα ένα δημοψήφισμα.
Δεν έχω ασφαλώς καμία αμφιβολία ότι οι κομματικοί, μιντιακοί, οικονομικοί και ιδεολογικοί πάτρωνες της μεταπολίτευσης θα δώσουν λυσσαλέα μάχη, για να καθηλώσουν τον τόπο στα μέτρα τους. Προτιμούν, βλέπετε, την πτώχευση που νομίζουν ότι δεν τους ξεβολεύει από την πρόοδο που δεν τους συμφέρει.
Διατηρώ, ωστόσο, την πίστη μου στις υγιείς εκείνες δυνάμεις της κοινωνίας μας, που διεκδικούν κι εγγυώνται ένα καλύτερο μέλλον:
• Στην πλατιά τάξη των εργαζομένων, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, που θέλουν να προοδεύσουν δουλεύοντας, σε πείσμα όσων τους εκμεταλλεύονται διαδηλώνοντας.
• Στη σύγχρονη ιδιωτική πρωτοβουλία, που καταξιώνεται με την τόλμη, την παραγωγική προσπάθεια, τη δημιουργική ικανότητα, που έχει κόψει τον ομφάλιο λώρο με το κράτος κι αναζητεί νέα πεδία και νέους ορίζοντες για ν’ αναπτυχθεί.
• Στη νέα γενιά των προσοντούχων παιδιών μας, που το σημερινό σύστημα τούς αρνείται κάθε προοπτική και τα ωθεί να βρούνε άλλη, πιο πρόσφορη πατρίδα, ενώ έχουν και θέλουν να προσφέρουν τόσα στην Ελλάδα.
- Στους πολλούς άξιους, που διακατέχονται από το άγχος της επιβίωσης, αλλά και τη θέληση για δράση, ασφυκτιώντας στο περιθώριο όπου τους έχουν καταδικάσει οι βολεμένοι.
• Σ’ όλους τους δημιουργικούς πολίτες αυτής της χώρας, τη μεγάλη κατηγορία των Ελλήνων που δεν έφταιξαν, δεν έκλεψαν, αλλά βασίστηκαν στις δικές τους δυνάμεις και πορεύτηκαν με την αξία τους και τη σκληρή δουλειά, φράζοντας τ’ αυτιά τους στις σειρήνες της ευκολίας, της ανομίας και της αρπαχτής.
Για να κερδηθεί το στοίχημα της εθνικής αναγέννησης μέσα από τις στάχτες του μεταπολιτευτικού συστήματος, χρειάζεται να διαμορφωθεί τώρα ένα συνειδητό και δυναμικό ρεύμα υπέρ της αναγκαίας αλλαγής –να συνεγερθούν και να συστρατευθούν οι πραγματικά ανανεωτικές δυνάμεις του τόπου, με στόχο να βγει η Ελλάδα από την καραντίνα. Για να διεκδικήσει αποφασιστικά την επανένταξή της στον χάρτη των σύγχρονων, υπολογίσιμων χωρών.
Προτείνω ένα δημοψήφισμα με την ελπίδα, με την πεποίθηση, ότι οι δυνάμεις αυτές είναι υπαρκτές –και ικανές να κερδίσουν τη μάχη, δημιουργώντας με τις φιλοδοξίες τους μια νέα οικονομία, μια νέα κοινωνία, μια νέα Ελλάδα.
Μέσα στον χρόνο αυτόν διανύσαμε μια επώδυνη πορεία. Μισθοί και συντάξεις μειώθηκαν, φόροι αυξήθηκαν, έκτακτες εισφορές επιβλήθηκαν, επιχειρήσεις έκλεισαν ή συρρικνώθηκαν, οι άνεργοι πολλαπλασιάστηκαν. Κι όμως, διάχυτη είναι πλέον η πεποίθηση ότι βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε –ένα βήμα πριν απ’ τον γκρεμό. Ένα αίσθημα αποτυχίας και ματαιοπονίας κυριαρχεί στην κοινωνία. Οι θυσίες δεν φαίνεται να έχουν πιάσει τόπο. Η κρίση παραμένει χωρίς ορατή διέξοδο. Εξακολουθούμε να βουλιάζουμε –ενώ υποτίθεται ότι πασχίζουμε ν’ αλλάξουμε.
Η σιωπηλή πλειοψηφία εξακολουθεί να γυρίζει την πλάτη σε όσους της τάζουν δρόμους στρωμένους με ρόδα ή κηρύσσουν δήθεν προοδευτικά ευαγγέλια απομονωτισμού για τη χώρα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αμφιβάλλει, εύλογα, για τη σκοπιμότητα και το νόημα των θυσιών της –όσο βλέπει τη δυναμική της αλλαγής να εξαερώνεται μπροστά στην αντίδραση των κατεστημένων νοοτροπιών και των παγιωμένων συμφερόντων. Βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση για το σήμερα, σε απόλυτη αβεβαιότητα για το αύριο, απρόθυμη ή ανήμπορη να συμβάλει σε οποιαδήποτε προσπάθεια.
Πού αποτύχαμε; Τις πταίει; Τι μας φταίει;
Η απάντηση είναι σύνθετη και ταυτόχρονα πολύ απλή. Αποτύχαμε γιατί αντιμετωπίσαμε με το μπαμπάκι κι όχι με το νυστέρι το καρκίνωμα που ευθύνεται για την κρίση και τη διαιώνισή της: το κραταιό πελατειακό κράτος.
Υπερτροφικό και παρασιτικό, οικειοποιείται τα δάνεια που μας δίνουν οι εταίροι μας για ν’ αλλάξουμε και ακυρώνει κάθε αλλαγή. Με εμπροσθοφυλακή τους εργατοπατέρες και τις συντεχνίες, με οπισθοφυλακή την αντιδραστική γραφειοκρατία, σαμποτάρει κάθε απόπειρα εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού. Ταυτίζει δημαγωγικά τα συμφέροντά του με το «καλό του λαού», για να πείσει τον λαό ότι όλοι οι άλλοι είναι εχθροί του.
Το σύστημα αυτό δίνει ανένδοτες μάχες χαρακωμάτων. Κάθε περικοπή σκανδαλωδών επιδομάτων, κάθε μετάταξη αργόμισθων, κάθε απόπειρα κατάργησης των άχρηστων οργανισμών, φορέων και υπηρεσιών του δημοσίου, γίνεται αφορμή ιερού πολέμου από τους λαϊκούς ρήτορες των κομμάτων και των συνδικάτων. Ενώ τα χιλιάδες λουκέτα κι οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι του ιδιωτικού τομέα αντιμετωπίζονται με αδιαφορία ως στατιστικό στοιχείο. Η στρατιά των νέων χωρίς δουλειά δεν συγκινεί τους επαγγελματίες φίλους του λαού.
Η παραγωγική οικονομία πλήρωσε και πληρώνει ακριβά την κρίση. Παλεύει στηριγμένη στις δικές της δυνάμεις για να επιβιώσει. Καταβάλλει αγόγγυστα το μερίδιο που της αναλογεί. Δεν είναι όμως διατεθειμένη να υποστεί αδιαμαρτύρητα κι άλλα έκτακτα χαράτσια, κι άλλους φόρους, κι άλλα βάρη, όταν βλέπει ότι αυτά πάνε για τη συντήρηση αυτού του κράτους των κομματικών πελατών –που καταχράται τους φόρους των πολιτών και αναδιανέμει στους εκλεκτούς του και στους επιτήδειους τον εθνικό πλούτο. Οι παραγωγικοί πολίτες δεν είναι πια διατεθειμένοι να δουλεύουν για να συντηρούν όσους τους δουλεύουν!
Αυτό το κράτος των πελατών συμπαρασύρει στη χρεοκοπία του την κοινωνία των πολιτών. Το κομματικό σύστημα όμως επιμένει να το κανακεύει. Φροντίζει τους πελάτες του και αδιαφορεί για τους πολίτες του. Θεωρεί πως αν καταργήσει αυτό το κράτος, θα αυτοκαταργηθεί. Ουσιαστικά, είναι το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα που αρνείται να αποκρατικοποιηθεί. Αποφεύγει να αναμορφώσει ριζικά το κράτος, γιατί δεν θέλει ν’ αναμορφώσει πραγματικά τον εαυτό του.
Γι’ αυτό λέω: η κρίση είναι οικονομική, αλλά το πρόβλημά μας είναι πολιτικό, είναι κομματικό. Αλλά και κοινωνικό ταυτόχρονα. Η κομματοκρατία κατάφερε να μεταλλάξει την κοινωνία μας σε κοινωνία πελατών και όχι πολιτών.
Η συμβιωτική σχέση κράτους – κομματικού συστήματος εξέθρεψε μια μεγάλη κατηγορία Ελλήνων που έκαναν ιδεολογία την εξάρτηση από το δημόσιο και θεό τους το εύκολο χρήμα. Ταύτισαν την ανάπτυξη με τις κρατικές επιδοτήσεις και την επιχειρηματικότητα με το πλιάτσικο κομματική αδεία. Βάφτισαν τη νομή του δημόσιου χρήματος κεκτημένο τους. Οι πονηροί αυτοί πελάτες της κομματοκρατίας παραγκώνισαν ή αλλοτρίωσαν σταδιακά τους δημιουργικούς πολίτες της χώρας και διαμόρφωσαν μια Ελλάδα στα μέτρα τους: μια χώρα μειωμένης προσπάθειας και μειωμένης ανταγωνιστικότητας, μαθημένη να ζει με δανεικά και όχι απ’ τον ιδρώτα της. Μια χώρα που ποζάρει αυτάρεσκα ως περιούσια για να κρύψει την αδυναμία της να καταξιωθεί οικονομικά και εθνικά στον σύγχρονο κόσμο.
Υπήρξε κάτι σαν αναλαμπή συνείδησης πριν από ένα χρόνο, όταν το σύστημα αυτό κατέρρευσε οικονομικά –και ηθικά– μέσα από τη δική του ασυδοσία.
Δεσμευτήκαμε σε μια κοινή προσπάθεια αλλαγής, γιατί η ίδια μας η συνείδηση κάπου δεν μας επέτρεπε πια να ανεχόμαστε τη μίζα και την αρπαχτή ως στάση ζωής, την ανομία κι ατιμωρησία ως κοινωνικό καθεστώς. Καταλάβαμε ότι αν συνεχίσουμε να ζητούμε τα πάντα απ’ το κράτος και να μην απαιτούμε τίποτα απ’ τον εαυτό μας, δεν θα ξαναδούμε προκοπή.
Δυστυχώς, η προσπάθεια δεν κράτησε πολύ. Οι αντιστάσεις του αναχρονισμού και του πελατειακού εθισμού αποδείχθηκαν πιο ισχυρές από τον φόβο της εθνικής κατάρρευσης. Η εύκολη δημαγωγία εξοστράκισε τον ουσιαστικό προβληματισμό. Κατά μία έννοια, η βοήθεια από τους εταίρους μας υπήρξε δίκοπο μαχαίρι. Μας έδωσε ανάσα για να μη βουλιάξουμε –ταυτόχρονα όμως, προσέφερε πίστωση χρόνου στις δυνάμεις που δεν θέλουν ν’ αλλάξουμε.
Παρ’ όλα αυτά, το στοίχημα της αλλαγής δεν πρέπει να θεωρείται –ακόμη– χαμένο.
Ο λαός στη σιωπηλή του πλειοψηφία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανοχή και αντοχή, διαψεύδοντας τους εισαγγελείς των τηλεπαραθύρων και τις Κασσάνδρες των κομματικών μπαλκονιών. Έχει φανεί πολύ πιο ώριμος από τους ανώριμους ακτιβιστές και πολύ πιο υπεύθυνος από τους ανεύθυνους λαϊκιστές που του χαϊδεύουν τ’ αυτιά με ανέξοδες συνταγές σωτηρίας. Ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης τον κάνει να δυσπιστεί σε όσους του λένε ότι αρκεί να κάψουμε το σκιάχτρο του Μνημονίου για να ξαναγίνουν όλα ωραία και καλά.
Έγινε όμως εξαρχής ένα μεγάλο στρατηγικό λάθος. Δεν κάναμε τον λαό μας κοινωνό της αλήθειας, όλης της αλήθειας. Δεν του εξηγήσαμε επαρκώς πόσο τραγικά δύσκολη είναι η κατάσταση, πόσο επώδυνα τα μέτρα που θα απαιτηθούν, πόσο μακρύς ο δρόμος μέχρι να ξανασταθεί στα πόδια της η χώρα.
Συγκαλύψαμε με κομματικές σκιαμαχίες την αλήθεια: ότι απλά δεν υπάρχουν λεφτά. Κι ότι οι κατάρες κατά του Μνημονίου δεν υποκαθιστούν τα δανεικά που χρειαζόμαστε για να επιβιώνουμε –μήνα με τον μήνα.
Δεν είπαμε στην κοινή γνώμη πόσο παραπλανούν τα διάφορα σενάρια, που εμφανίζουν την αναδιάρθρωση του χρέους μας ως μία ανώδυνη έξοδο από την κρίση. Η αναδιάρθρωση, όποτε κι αν έρθει, όποια μορφή κι αν πάρει, θα είναι λύση μόνο αν πρώτα έχουμε καυτηριάσει τις πηγές δημιουργίας των ελλειμμάτων και του χρέους, μόνο αν έχουμε πρώτα θέσει νέα, βιώσιμα θεμέλια για την οικονομία μας. Και μόνο έτσι θα πείσουμε τις αγορές και τους εταίρους μας ότι πράγματι αλλάξαμε. Διαφορετικά, η όποια αναδιάρθρωση θα ισοδυναμεί με εθνική χρεοκοπία.
Δεν εξηγήσαμε στην κοινή γνώμη πως δεν υπάρχει επιστροφή στην αναπτυξιακή φούσκα του χθες. Η«ανάπτυξη» δεν θα έρθει ως μάννα εξ ουρανού να ξαναγεμίσει τις τσέπες και τα μαγαζιά. Θα ξανάρθει μόνο αν μπούμε στην τροχιά των ανοιχτών αγορών, των ανοιχτών πεδίων δράσης, των ανοιχτών αντιλήψεων. Για να ξαναδούμε ανάπτυξη σ’ αυτή τη χώρα θα πρέπει πρώτα να υλοποιηθούν όλες οι μεταρρυθμίσεις που σήμερα καθυστερούν, να εφαρμοστούν όλες εκείνες που μένουν στα χαρτιά, να επιταχυνθούν όσες προγραμματίζονται –και βέβαια να αλλάξουν δραστικά οι δομές, οι θεσμοί, οι κεκτημένες νοοτροπίες. Κι αυτό αποτελεί σήμερα μια πρόκληση κατ’ εξοχήν πολιτική και δευτερευόντως οικονομική.
Η σκληρότερη αλήθεια σήμερα είναι ότι είμαστε αναγκασμένοι να υποστούμε περαιτέρω μείωση του βιοτικού μας επιπέδου. Να επιδείξουμε πολύ μεγαλύτερη υπομονή και επιμονή. Να μειώσουμε τις προσδοκίες μας. Και να οπλιστούμε ηθικά και ψυχικά, γιατί ο δρόμος θα είναι μακρύς. Δεν έχουμε ωστόσο άλλη επιλογή. Μπροστά μας βρίσκεται μια δύσβατη ανηφόρα –αλλά πίσω μας είναι ο γκρεμός. Αν δεν τα καταφέρουμε, θα πεινάσουμε.
Εξίσου σκληρή αλήθεια είναι και ότι ο χρόνος μάς τελείωσε. Τα μέτρα που χρειάζεται να ληφθούν, πρέπει να ληφθούν τώρα. Με το όποιο κόστος. Όλες οι διαρθρωτικές αλλαγές πρέπει να προχωρήσουν τώρα. Κόντρα στις όποιες αντιδράσεις. Κάθε μέρα που χάνεται, προσθέτει σκοτάδι στο μέλλον μας. Αν δεν κάνουμε, χωρίς άλλη χρονοτριβή, αυτά που πρέπει μας περιμένει η κόλαση –και το σήμερα, για το οποίο τόσο μεμψιμοιρούμε, αύριο κινδυνεύει να μας φαίνεται, συγκριτικά, παράδεισος.
Όσο ανεχόμαστε τις ΔΕΚΟ να παραμένουν μπανανίες του κομματισμού, όσο επιτρέπουμε να μας φοβίζει ο πολιτικός χουλιγκανισμός ορισμένων συντεχνιών και συνδικαλιστών, όσο θυσιάζουμε τις αποκρατικοποιήσεις στην αντίσταση των ιδεοληπτικών, όσο φορολογούμε τη δουλειά για να προστατέψουμε την αργομισθία, η αλλαγή δεν θα ‘ρθει και ο τόπος θα ρημάξει.
Οι περιστάσεις απαιτούν μια ισχυρή διακυβέρνηση, αταλάντευτη στους στόχους της, ανυποχώρητη στις προθέσεις της. Αποφασισμένη να δείξει στη διεθνή κοινότητα και πρωτίστως στους εταίρους μας ότι η Ελλάδα αλλάζει, ήδη άλλαξε. Ότι συγκλίνουμε επιτέλους έμπρακτα σε επίπεδο δομών, θεσμών και νοοτροπιών.
Ο λαός μας έχει ανάγκη από μία ισχυρή διακυβέρνηση. Ικανή να εμπνεύσει την κοινωνία και να καθοδηγήσει σταθερά τους πολίτες, βήμα – βήμα, στη δύσκολη διαδρομή.
Βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της εθνικής δοκιμασίας. Θέλει πολλή δουλειά ακόμη για να δούμε το φως στην άκρη του περιβόητου τούνελ. Αυτό πρέπει να εξηγηθεί στους Έλληνες πολίτες. Χωρίς εκπτώσεις και παραμυθίες. Γιατί, κάποια στιγμή, αν βασίζονται σε φρούδες προσδοκίες για σύντομη έξοδο από την κρίση χωρίς άλλες θυσίες, και η αντοχή και η ανοχή τους μοιραία θα εξαντληθούν. Κάποια στιγμή, αν η ψευδαίσθηση αυτή συντηρηθεί, ο λαός θα «ζητήσει τα ρέστα» –απ’ όποιους βλέπει μπροστά του– χωρίς κομματικές εξαιρέσεις ούτε καν ατομικές αθωώσεις. Οφείλουμε να του εκθέσουμε γυμνή την κατάσταση, για να συνειδητοποιηθεί και ν’ αποφασίσει ποιο μέλλον θέλει.
Έναν ολόκληρο χρόνο μετά το στοίχημα σωτηρίας με τα λεφτά του Μνημονίου, η χώρα ξαναβρίσκεται μετέωρη. Θα χρειαστούμε κι άλλα δανεικά, ζητούμε και άλλη πίστωση χρόνου από μιαν Ευρώπη που έχει χάσει την εμπιστοσύνη της σε εμάς.
Η κατάσταση δεν είναι απλώς αδιέξοδη, είναι οριακή για την ίδια την εθνική μας υπόσταση.
Θα ευχόμουν να μπορούσε, έστω και αυτή την ύστατη στιγμή, να καταστεί δυνατή η συνεννόηση μεταξύ των πιο υπεύθυνων δυνάμεων της χώρας –η σύγκλισή τους σε βασικούς στόχους, τομές και μέτρα για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο. Να υπάρξει μία συναίνεση όχι κομματικού συμβιβασμού, αλλά εθνικής πνοής. Σήμερα, η ευχή αυτή δεν είναι ρεαλιστική. Μία τέτοια πολιτική συναίνεση ήταν εφικτή και θα έπρεπε να είχε επιτευχθεί πριν από ένα χρόνο –όταν η χώρα προσέφυγε στο Μνημόνιο για να σωθεί. Σήμερα, φοβούμαι ότι η συναίνεση είναι καμένο χαρτί. Και χωρίς πολιτική συναίνεση δεν μπορεί να υπάρξει εθνική συστράτευση.
Εφόσον λοιπόν το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να δώσει διέξοδο, είναι αναγκαία η προσφυγή στον λαϊκό παράγοντα. Για να επαναπρογραμματισθεί και να προχωρήσει η αναγκαία αλλαγή. Ο λόγος πρέπει τώρα να δοθεί στον ίδιο το λαό.
Αλλά, όχι έμμεσα –όχι με εκλογές. Όπως έχουν τα πράγματα, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι εκλογές θα αποτυπώσουν το διαφαινόμενο αδιέξοδο του κομματικού συστήματος, αντί να δώσουν διέξοδο στην κοινωνία. Θα επιτείνουν την κομματική διχόνοια και τη σύγχυση των πολιτών. Το προδιαγραφόμενο αποτέλεσμά τους δεν θα είναι ούτε ξεκάθαρο ούτε πολιτικά βιώσιμο.
Απομένει μόνο μία πολιτικά υγιής και εθνικά αξιοπρεπής λύση: Να κληθεί ο λαός ν’ αποφανθεί άμεσα για την ακολουθητέα εθνική πορεία –μέσα από ένα δημοψήφισμα. Ένα δημοψήφισμα που θα θέσει την κοινωνία μας μπροστά στο μοναδικό, πλέον, σήμερα, βαθύτερο εθνικό μας διακύβευμα:
ΠΡΟΧΩΡΟΥΜΕ στον δρόμο που επιβάλλει η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, με τους όρους και με τις θυσίες που απαιτεί η παραμονή μας στην ευρωζώνη; Είμαστε διατεθειμένοι να καταβάλουμε το κόστος των αλλαγών που απαιτούνται για να μην κατέβουμε από το τρένο της Ευρώπης;
Ή
ΑΠΟΧΩΡΟΥΜΕ και πορευόμαστε πλέον μόνοι, χωρίς τους όρους, αλλά και χωρίς τα δισεκατομμύρια των εταίρων μας; Θέλει η κοινωνική πλειοψηφία να προκρίνει ένα δρόμο που μας οδηγεί στο περιθώριο και την εθνικά υπερήφανη εξαθλίωση;
Αυτό, επαναλαμβάνω, είναι το βαθύτερο διακύβευμα. Το ερώτημα που θα τεθεί στον λαό θα πρέπει να εμπεριέχει με απόλυτη σαφήνεια το κρίσιμο αυτό σταυροδρόμι μπροστά στο οποίο βρισκόμαστε. Γιατί, αν αποτύχουμε, μοιραία θα τεθούμε εκτός Ευρωπαϊκής τροχιάς.
Ένα δημοψήφισμα θα προσδώσει με τον πιο άμεσο τρόπο στην κοινωνία συνολικά, τη δυνατότητα ν’ αναλάβει τις ευθύνες της. Κι είναι πεποίθησή μου ότι η κοινωνία θα απορρίψει, μια για πάντα, την ιδεοληψία, τον καιροσκοπισμό, την ιδιοτέλεια που υπονομεύουν κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού της χώρας.
Γνωρίζω, βέβαια, ότι υπάρχουν δημοσκοπήσεις που εμφανίζουν μία πλειοψηφία στην οποία κυριαρχεί ο αρνητισμός. Η λαϊκή δυσαρέσκεια βρίσκει διέξοδο σ’ ένα Μνημόνιο υπονομευμένο κομματικά και ηθικά.
Ο μέσος πολίτης τα βάζει με τους εταίρους μας που δεν έσπευσαν να μας σώσουν με… δανεικά κι αγύριστα. Φοβάται τις αλλαγές, ενώ αυτές θίγουν μόνο όσους νέμονται το πελατειακό κράτος. Οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν τη σύγχυση και παραπληροφόρηση που καλλιεργεί η στείρα κομματική αντιδικία.
Ένα δημοψήφισμα, όμως, δεν θα αφήσει κανένα περιθώριο υπεκφυγής, κανένα άλλοθι στο πολιτικό σύστημα. Θα δώσει στους πολιτικούς –αλλά και κοινωνικούς– φορείς την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν πλήρως τη θέση τους αναφορικά με το αύριο του τόπου. Θα κληθούν να αιτιολογήσουν το μεγάλο τους ΝΑΙ ή το μεγάλο τους ΟΧΙ, περιγράφοντας απερίφραστα τις συνέπειες που συνεπάγεται για τον λαό και το έθνος.
Γιατί, αναγκαία και αυτονόητη προϋπόθεση ενός τέτοιου δημοψηφίσματος, είναι να ενημερωθεί ο λαός, με ειλικρίνεια και καθαρότητα, για τις επιπτώσεις της επιλογής του –για τις συνέπειες που θα έχει στο εισόδημα, στη ζωή, στην καθημερινότητα, στις προοπτικές του καθενός μας. Μόνο με τον λαό μας πλήρως ενημερωμένο και συνειδητοποιημένο για τις συνέπειες της ψήφου του, θα έχει νόημα και εγκυρότητα ένα δημοψήφισμα.
Δεν έχω ασφαλώς καμία αμφιβολία ότι οι κομματικοί, μιντιακοί, οικονομικοί και ιδεολογικοί πάτρωνες της μεταπολίτευσης θα δώσουν λυσσαλέα μάχη, για να καθηλώσουν τον τόπο στα μέτρα τους. Προτιμούν, βλέπετε, την πτώχευση που νομίζουν ότι δεν τους ξεβολεύει από την πρόοδο που δεν τους συμφέρει.
Διατηρώ, ωστόσο, την πίστη μου στις υγιείς εκείνες δυνάμεις της κοινωνίας μας, που διεκδικούν κι εγγυώνται ένα καλύτερο μέλλον:
• Στην πλατιά τάξη των εργαζομένων, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, που θέλουν να προοδεύσουν δουλεύοντας, σε πείσμα όσων τους εκμεταλλεύονται διαδηλώνοντας.
• Στη σύγχρονη ιδιωτική πρωτοβουλία, που καταξιώνεται με την τόλμη, την παραγωγική προσπάθεια, τη δημιουργική ικανότητα, που έχει κόψει τον ομφάλιο λώρο με το κράτος κι αναζητεί νέα πεδία και νέους ορίζοντες για ν’ αναπτυχθεί.
• Στη νέα γενιά των προσοντούχων παιδιών μας, που το σημερινό σύστημα τούς αρνείται κάθε προοπτική και τα ωθεί να βρούνε άλλη, πιο πρόσφορη πατρίδα, ενώ έχουν και θέλουν να προσφέρουν τόσα στην Ελλάδα.
- Στους πολλούς άξιους, που διακατέχονται από το άγχος της επιβίωσης, αλλά και τη θέληση για δράση, ασφυκτιώντας στο περιθώριο όπου τους έχουν καταδικάσει οι βολεμένοι.
• Σ’ όλους τους δημιουργικούς πολίτες αυτής της χώρας, τη μεγάλη κατηγορία των Ελλήνων που δεν έφταιξαν, δεν έκλεψαν, αλλά βασίστηκαν στις δικές τους δυνάμεις και πορεύτηκαν με την αξία τους και τη σκληρή δουλειά, φράζοντας τ’ αυτιά τους στις σειρήνες της ευκολίας, της ανομίας και της αρπαχτής.
Για να κερδηθεί το στοίχημα της εθνικής αναγέννησης μέσα από τις στάχτες του μεταπολιτευτικού συστήματος, χρειάζεται να διαμορφωθεί τώρα ένα συνειδητό και δυναμικό ρεύμα υπέρ της αναγκαίας αλλαγής –να συνεγερθούν και να συστρατευθούν οι πραγματικά ανανεωτικές δυνάμεις του τόπου, με στόχο να βγει η Ελλάδα από την καραντίνα. Για να διεκδικήσει αποφασιστικά την επανένταξή της στον χάρτη των σύγχρονων, υπολογίσιμων χωρών.
Προτείνω ένα δημοψήφισμα με την ελπίδα, με την πεποίθηση, ότι οι δυνάμεις αυτές είναι υπαρκτές –και ικανές να κερδίσουν τη μάχη, δημιουργώντας με τις φιλοδοξίες τους μια νέα οικονομία, μια νέα κοινωνία, μια νέα Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου