Ένα πράγμα πρέπει να καταλάβουμε: η κρίση που ζούμε δεν είναι οικονομική, δεν είναι πολιτική, δεν είναι κοινωνική. Είναι καθολική. Και έγινε καθολική διότι ο κινητήριος μοχλός ολόκληρου του ελληνικού οικοδομήματος -που ήταν και θα παραμείνει για ένα χρονικό διάστημα το κράτος- υπολειτουργεί. Όχι μόνο σε ό,τι αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών του. Σ' αυτό πάντα υπολειτουργούσε. Ακόμη και την εποχή της μεγάλης οικονομικής ευφορίας, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, η επιτυχημένη κατά τα άλλα κυβέρνηση Σημίτη σκόνταψε στην «καθημερινότητα του πολίτη».
Το κράτος σήμερα δεν έχει τους πόρους αναπαραγωγής του νεοελληνικού μοντέλου «ανάπτυξης». Δεν έχει χρήματα να κάψει για να κινητοποιήσει την κρατικοδίαιτη ελληνική επιχειρηματικότητα, να πληρώσει τη σε μεγάλο βαθμό κρατικοδίαιτη τάξη των εργατοϋπαλλήλων, να ενισχύσει τους κρατικοδίαιτους μηχανισμούς ιδεολογικής παρέμβασης (Μέσα Ενημέρωσης, διανοούμενους και «διανοούμενους»), να συνεχίσει να επιδοτεί τα προβλήματα αντί να τα λύνει.
Το αποτέλεσμα είναι η μεγάλη σύγχυση. Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια χώρα ο πληθυσμός της οποίας πίστευε ότι η διαρκής άνοδος του βιοτικού επιπέδου -συλλογικά και ατομικά- είναι εξασφαλισμένη, ανεξαρτήτως του παραγωγικού αποτελέσματος. Πίστευε, μεταφυσικά σχεδόν, ότι λεφτά υπάρχουν και το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να βάλει μέσον ή να κλείσει κάποιο δρόμο για να τα πάρει. Ζούμε επίσης σε μια χώρα όπου τα Μέσα Ενημέρωσης, αφού έχασαν την μεγαλύτερη είδηση της τελευταίας δεκαετίας, δηλαδή τη χρεοκοπία του κράτους, τσαλαβουτούν σε ιδεολογήματα της «χαμένης ανάπτυξης», ενώ οι θαμώνες των τηλεκαφενείων δίνουν στην τρόικα οδηγίες εξόδου από την κρίση, κρίση για την οποία δύο χρόνια πριν ούτε καν προειδοποίησαν.
Όλα τα ελλείμματα -οικονομικό, πολιτικό, δημοσιογραφικό, υγείας, παιδείας, ασφάλειας κ.λπ.-, που σήμερα φαντάζουν απειλητικά, προϋπήρχαν. Δεν κατέρρευσε μετά τον Μάιο του 2010 το κέντρο της Αθήνας. Η ανομία δεν γεννήθηκε με το μνημόνιο, απλώς βρήκε δικαιολογία και πολιτική εκπροσώπηση. Λόφους σκουπιδιών είχαμε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Το κοινωνικό κράτος ήταν πάντα περισσότερο κράτος και λιγότερο κοινωνικό. Η διαφθορά σύμφωνα με όλους τους παγκόσμιους δείκτες αύξανε χρόνο με τον χρόνο και οι επενδύσεις μειώνονταν. Η ενημέρωση χειροτέρευε και μόνο τα DVD γινόταν πιο εμπορικά. Το ελληνικό μοντέλο αναπαραγόταν, αλλά κάθε χρόνο σε όλο και πιο χαμηλότερα επίπεδα. Μέχρι που ήρθε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση για να διακόψει αυτόν τον κύκλο αναπαραγωγής.
Ένα χρόνο μετά, στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί αφ' ενός η τρομολαγνία των μέτρων και αφ' ετέρου η νοσταλγία για το παρελθόν. Κάθε μέτρο περιστολής των δημοσίων δαπανών χρωματίζεται αρνητικά, ενώ ταυτόχρονα όλοι ομνύουν στην καταπολέμηση της απροσδιόριστης σπατάλης. Πολιτικά κόμματα, εφημερίδες, τηλεσχολιαστές, «διανοούμενοι» κήδεψαν το μνημόνιο πριν καν αυτό εφαρμοστεί, ενώ η μόνη πρόταση που ακούγεται είναι «να πέσουν λεφτά (που δεν έχουμε) στην αγορά» για να έρθει η απροσδιόριστη επίσης ανάπτυξη. Αυτή η «μετροφοβία» και «αναπτυξιολογία» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο κλασικός ρηχός δημόσιος διάλογος που διακινούν τα ΜΜΕ, αν δεν υπήρχε από πίσω το άγχος του λογαριασμού. Είναι ένα άγχος που για μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου και για την πλειονότητα των επιχειρήσεων Ενημέρωσης, είναι πλέον υπαρξιακό. Όσο το μνημόνιο έπληττε μισθωτούς και συνταξιούχους, υπήρχε υποστήριξη. Από τη στιγμή που αγγίζει τις δομές της παρασιτικής επιχειρηματικότητας και οι ποικιλώνυμες επιδοτήσεις ή τα θαλασσοδάνεια με κρατική εγγύηση δεν μπορούν να δοθούν, πολλοί ανακάλυψαν ότι «τα νούμερα δεν βγαίνουν».
Τον λογαριασμό του δημόσιου χρέους -για τον οποίο μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά ότι «τα νούμερα δεν βγαίνουν»- αποφασίσαμε όλοι να τον φορτώσουμε στις επόμενες γενιές. Εξ ου και η πάνδημη συναίνεση για επιμήκυνση. Ο καβγάς τώρα γίνεται για τον λογαριασμό του δημοσιονομικού ελλείμματος. Οι συντεχνίες επιχειρούν χωρίς κανένα αποτέλεσμα κα κρατήσουν τα κεκτημένα επιδόματα έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία. Οι φαρμακοποιοί επέτυχαν να κρατήσουν τα προνόμια που τους παρέχει η πολιτεία. Οι υπουργοί προσπαθούν να κρατήσουν ανέπαφο το βιλαέτι του κράτους που διαχειρίζονται. Οι επιχειρηματίες θέλουν χαμηλότερη φορολόγηση, για να πετύχουμε, όπως ισχυρίζονται οι ντουντούκες τους, περισσότερα έσοδα και επενδύσεις· λες και δεν «πιάσαμε πάτο στα έσοδα» ή είχαμε έκρηξη ιδιωτικών επενδύσεων όταν εφαρμόστηκαν οι χαμηλότεροι συντελεστές επί υπουργίας Αλογοσκούφη.
Όλοι αυτοί βέβαια επενδύουν την ρητορική υπεράσπιση των συμφερόντων τους με αγαθές προθέσεις περί κοινωνικής συνοχής, ανάπτυξης, εθνικών κινδύνων κ.λπ., προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση στην κοινωνία. Αυτή η σύγχυση δημιουργεί την κοινωνική ανοχή σε ακραίες αντιδράσεις και οι ακραίες αντιδράσεις οπλίζουν με επιχειρήματα αυτούς που υπερασπίζονται τα κατεστημένα συμφέροντα.
Η αλήθεια όμως είναι μία. Αυτή τη στιγμή, το μνημόνιο είναι η μόνη σοβαρή πρόταση εξόδου από την κρίση που έχουμε. Τα πολιτικά και δημοσιογραφικά φληναφήματα των εύκολων λύσεων που δεν στέκονται καθόλου στο σκέλος του παθητικού «ποιος πληρώνει» δεν είναι πια μόνο εύκολος λαϊκισμός. Κρύβουν την ελπίδα ότι θα την πληρώσουν οι άλλοι. Όλοι γνωρίζουν ότι λεφτά δεν υπάρχουν. Το ερώτημα είναι ποιοι θα τα πληρώσουν. Τα συνήθη υποζύγια ή και οι υπόλοιποι;
Το κράτος σήμερα δεν έχει τους πόρους αναπαραγωγής του νεοελληνικού μοντέλου «ανάπτυξης». Δεν έχει χρήματα να κάψει για να κινητοποιήσει την κρατικοδίαιτη ελληνική επιχειρηματικότητα, να πληρώσει τη σε μεγάλο βαθμό κρατικοδίαιτη τάξη των εργατοϋπαλλήλων, να ενισχύσει τους κρατικοδίαιτους μηχανισμούς ιδεολογικής παρέμβασης (Μέσα Ενημέρωσης, διανοούμενους και «διανοούμενους»), να συνεχίσει να επιδοτεί τα προβλήματα αντί να τα λύνει.
Το αποτέλεσμα είναι η μεγάλη σύγχυση. Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια χώρα ο πληθυσμός της οποίας πίστευε ότι η διαρκής άνοδος του βιοτικού επιπέδου -συλλογικά και ατομικά- είναι εξασφαλισμένη, ανεξαρτήτως του παραγωγικού αποτελέσματος. Πίστευε, μεταφυσικά σχεδόν, ότι λεφτά υπάρχουν και το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να βάλει μέσον ή να κλείσει κάποιο δρόμο για να τα πάρει. Ζούμε επίσης σε μια χώρα όπου τα Μέσα Ενημέρωσης, αφού έχασαν την μεγαλύτερη είδηση της τελευταίας δεκαετίας, δηλαδή τη χρεοκοπία του κράτους, τσαλαβουτούν σε ιδεολογήματα της «χαμένης ανάπτυξης», ενώ οι θαμώνες των τηλεκαφενείων δίνουν στην τρόικα οδηγίες εξόδου από την κρίση, κρίση για την οποία δύο χρόνια πριν ούτε καν προειδοποίησαν.
Όλα τα ελλείμματα -οικονομικό, πολιτικό, δημοσιογραφικό, υγείας, παιδείας, ασφάλειας κ.λπ.-, που σήμερα φαντάζουν απειλητικά, προϋπήρχαν. Δεν κατέρρευσε μετά τον Μάιο του 2010 το κέντρο της Αθήνας. Η ανομία δεν γεννήθηκε με το μνημόνιο, απλώς βρήκε δικαιολογία και πολιτική εκπροσώπηση. Λόφους σκουπιδιών είχαμε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Το κοινωνικό κράτος ήταν πάντα περισσότερο κράτος και λιγότερο κοινωνικό. Η διαφθορά σύμφωνα με όλους τους παγκόσμιους δείκτες αύξανε χρόνο με τον χρόνο και οι επενδύσεις μειώνονταν. Η ενημέρωση χειροτέρευε και μόνο τα DVD γινόταν πιο εμπορικά. Το ελληνικό μοντέλο αναπαραγόταν, αλλά κάθε χρόνο σε όλο και πιο χαμηλότερα επίπεδα. Μέχρι που ήρθε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση για να διακόψει αυτόν τον κύκλο αναπαραγωγής.
Ένα χρόνο μετά, στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί αφ' ενός η τρομολαγνία των μέτρων και αφ' ετέρου η νοσταλγία για το παρελθόν. Κάθε μέτρο περιστολής των δημοσίων δαπανών χρωματίζεται αρνητικά, ενώ ταυτόχρονα όλοι ομνύουν στην καταπολέμηση της απροσδιόριστης σπατάλης. Πολιτικά κόμματα, εφημερίδες, τηλεσχολιαστές, «διανοούμενοι» κήδεψαν το μνημόνιο πριν καν αυτό εφαρμοστεί, ενώ η μόνη πρόταση που ακούγεται είναι «να πέσουν λεφτά (που δεν έχουμε) στην αγορά» για να έρθει η απροσδιόριστη επίσης ανάπτυξη. Αυτή η «μετροφοβία» και «αναπτυξιολογία» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο κλασικός ρηχός δημόσιος διάλογος που διακινούν τα ΜΜΕ, αν δεν υπήρχε από πίσω το άγχος του λογαριασμού. Είναι ένα άγχος που για μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου και για την πλειονότητα των επιχειρήσεων Ενημέρωσης, είναι πλέον υπαρξιακό. Όσο το μνημόνιο έπληττε μισθωτούς και συνταξιούχους, υπήρχε υποστήριξη. Από τη στιγμή που αγγίζει τις δομές της παρασιτικής επιχειρηματικότητας και οι ποικιλώνυμες επιδοτήσεις ή τα θαλασσοδάνεια με κρατική εγγύηση δεν μπορούν να δοθούν, πολλοί ανακάλυψαν ότι «τα νούμερα δεν βγαίνουν».
Τον λογαριασμό του δημόσιου χρέους -για τον οποίο μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά ότι «τα νούμερα δεν βγαίνουν»- αποφασίσαμε όλοι να τον φορτώσουμε στις επόμενες γενιές. Εξ ου και η πάνδημη συναίνεση για επιμήκυνση. Ο καβγάς τώρα γίνεται για τον λογαριασμό του δημοσιονομικού ελλείμματος. Οι συντεχνίες επιχειρούν χωρίς κανένα αποτέλεσμα κα κρατήσουν τα κεκτημένα επιδόματα έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία. Οι φαρμακοποιοί επέτυχαν να κρατήσουν τα προνόμια που τους παρέχει η πολιτεία. Οι υπουργοί προσπαθούν να κρατήσουν ανέπαφο το βιλαέτι του κράτους που διαχειρίζονται. Οι επιχειρηματίες θέλουν χαμηλότερη φορολόγηση, για να πετύχουμε, όπως ισχυρίζονται οι ντουντούκες τους, περισσότερα έσοδα και επενδύσεις· λες και δεν «πιάσαμε πάτο στα έσοδα» ή είχαμε έκρηξη ιδιωτικών επενδύσεων όταν εφαρμόστηκαν οι χαμηλότεροι συντελεστές επί υπουργίας Αλογοσκούφη.
Όλοι αυτοί βέβαια επενδύουν την ρητορική υπεράσπιση των συμφερόντων τους με αγαθές προθέσεις περί κοινωνικής συνοχής, ανάπτυξης, εθνικών κινδύνων κ.λπ., προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση στην κοινωνία. Αυτή η σύγχυση δημιουργεί την κοινωνική ανοχή σε ακραίες αντιδράσεις και οι ακραίες αντιδράσεις οπλίζουν με επιχειρήματα αυτούς που υπερασπίζονται τα κατεστημένα συμφέροντα.
Η αλήθεια όμως είναι μία. Αυτή τη στιγμή, το μνημόνιο είναι η μόνη σοβαρή πρόταση εξόδου από την κρίση που έχουμε. Τα πολιτικά και δημοσιογραφικά φληναφήματα των εύκολων λύσεων που δεν στέκονται καθόλου στο σκέλος του παθητικού «ποιος πληρώνει» δεν είναι πια μόνο εύκολος λαϊκισμός. Κρύβουν την ελπίδα ότι θα την πληρώσουν οι άλλοι. Όλοι γνωρίζουν ότι λεφτά δεν υπάρχουν. Το ερώτημα είναι ποιοι θα τα πληρώσουν. Τα συνήθη υποζύγια ή και οι υπόλοιποι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου