Tου Θάνου Π. Ντόκου*
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, το κεντρικό δίκτυο της Αλ Κάιντα είχε δεχθεί σημαντικά πλήγματα από τις διωκτικές αρχές διαφόρων κρατών και είχε μετατραπεί σε ένα «χαλαρό συνεταιρισμό» ισλαμικών τρομοκρατικών οργανώσεων, χωρίς σαφή ιεραρχική δομή, που μοιράζονταν μια κοινή ή τουλάχιστον συγγενική ιδεολογία και στόχους. Χαρακτηρίζονταν από περιστασιακή και μάλλον αρκετά περιορισμένη συνεργασία και συντονισμό. Η σημαντικότερη τρομοκρατική απειλή σήμερα προέρχεται από τη δράση των «ενδογενών» οργανώσεων σε μουσουλμανικές χώρες με σοβαρά εσωτερικά προβλήματα ή σε ευρωπαϊκές χώρες με μεγάλες μουσουλμανικές κοινότητες.
Αν και απομονωμένος και υπό καταδίωξη για αρκετά χρόνια και με περιορισμένη συμμετοχή στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, ο Μπιν Λάντεν ήταν το «πρόσωπο» της Αλ Κάιντα και ο θάνατός του αποτελεί ένα ισχυρό συμβολικό πλήγμα για την οργάνωση και τους «τζιχαντιστές» σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο. Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί μια προσπάθεια του υπαρχηγού Αλ Ζαουάχρι να επιστρέψει στο προσκήνιο με μια εντυπωσιακή ενέργεια, φαίνεται ότι το κεφάλαιο της Αλ Κάιντα μάλλον έκλεισε, λιγότερο ίσως λόγω του θανάτου του ιστορικού αρχηγού της και, κυρίως, λόγω των αραβικών εξεγέρσεων που έδειξαν ότι ως μέσο συστημικής αλλαγής η νεολαία του αραβικού κόσμου επιλέγει την πολιτική δράση και συμμετοχή και όχι το φανατικό Ισλάμ.
Αν επιχειρηθεί ένας εξαιρετικά συνοπτικός απολογισμός της δράσης της διεθνούς ισλαμικής τρομοκρατίας μετά τις 9/11, το συμπέρασμα είναι ότι αν και υπήρξαν ορισμένα σημαντικά τρομοκρατικά χτυπήματα (Μπαλί, Ριάντ, Κωνσταντινούπολη, Μαδρίτη, Λονδίνο, Μουμπάι), το κόστος των επιθέσεων (παρά τις χαμένες ανθρώπινες ζωές, τα ψυχολογικά τραύματα, τις οικονομικές ζημιές και τους μέχρι τώρα περιορισμούς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών – ιδιαίτερα το Γκουαντάναμο) μπορεί να εκτιμηθεί ως μάλλον περιορισμένο (τουλάχιστον από την σκοπιά του ιστορικού που μελετά γενικότερες, μακροπρόθεσμες τάσεις). Η σημαντικότερη ζημιά που προκάλεσε η Αλ Κάιντα ήταν ότι διευκόλυνε την υλοποίηση των σχεδίων των νεο-συντηρητικών που ενέπλεξαν τις ΗΠΑ και τη Δύση στην καταστροφική περιπέτεια του Ιράκ (και δευτερευόντως του Αφγανιστάν).
Για τον πρόεδρο Ομπάμα, η σημερινή συγκυρία αποτελεί μια ευκαιρία για να απεγκλωβιστεί ταχύτερα τόσο από το Αφγανιστάν (επαναπροσδιορίζοντας τους στόχους του πολέμου), όσο και από τον –έμπνευσης Μπους και νεο-συντηρητικών– πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Η προσπάθεια δεν θα είναι εύκολη, καθώς υπάρχουν ισχυρά πολιτικά, οικονομικά και γραφειοκρατικά συμφέροντα για «διατήρηση» της τρομοκρατικής απειλής. Επιπλέον, μια «άτακτη» αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν θα πλήξει την ήδη κλονισμένη αξιοπιστία των ΗΠΑ, ενώ σε περίπτωση επιστροφής των Ταλιμπάν στην εξουσία σημαντικό μέρος του τοπικού πληθυσμού (π.χ. γυναίκες) θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα.
Εν κατακλείδι, ακόμα και αν υιοθετούσαμε την υπόθεση εργασίας ότι πιθανόν να έκλεισε το κεφάλαιο της ισλαμικής τρομοκρατίας, οι γενεσιουργοί αιτίες του προβλήματος παραμένουν: οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, το παλαιστινιακό πρόβλημα, κ.ά. Η Δύση έχει ακόμη υποχρεώσεις να εκπληρώσει στο πλαίσιο αυτό.
* Ο Θάνος Π. Ντόκος είναι Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, το κεντρικό δίκτυο της Αλ Κάιντα είχε δεχθεί σημαντικά πλήγματα από τις διωκτικές αρχές διαφόρων κρατών και είχε μετατραπεί σε ένα «χαλαρό συνεταιρισμό» ισλαμικών τρομοκρατικών οργανώσεων, χωρίς σαφή ιεραρχική δομή, που μοιράζονταν μια κοινή ή τουλάχιστον συγγενική ιδεολογία και στόχους. Χαρακτηρίζονταν από περιστασιακή και μάλλον αρκετά περιορισμένη συνεργασία και συντονισμό. Η σημαντικότερη τρομοκρατική απειλή σήμερα προέρχεται από τη δράση των «ενδογενών» οργανώσεων σε μουσουλμανικές χώρες με σοβαρά εσωτερικά προβλήματα ή σε ευρωπαϊκές χώρες με μεγάλες μουσουλμανικές κοινότητες.
Αν και απομονωμένος και υπό καταδίωξη για αρκετά χρόνια και με περιορισμένη συμμετοχή στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, ο Μπιν Λάντεν ήταν το «πρόσωπο» της Αλ Κάιντα και ο θάνατός του αποτελεί ένα ισχυρό συμβολικό πλήγμα για την οργάνωση και τους «τζιχαντιστές» σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο. Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί μια προσπάθεια του υπαρχηγού Αλ Ζαουάχρι να επιστρέψει στο προσκήνιο με μια εντυπωσιακή ενέργεια, φαίνεται ότι το κεφάλαιο της Αλ Κάιντα μάλλον έκλεισε, λιγότερο ίσως λόγω του θανάτου του ιστορικού αρχηγού της και, κυρίως, λόγω των αραβικών εξεγέρσεων που έδειξαν ότι ως μέσο συστημικής αλλαγής η νεολαία του αραβικού κόσμου επιλέγει την πολιτική δράση και συμμετοχή και όχι το φανατικό Ισλάμ.
Αν επιχειρηθεί ένας εξαιρετικά συνοπτικός απολογισμός της δράσης της διεθνούς ισλαμικής τρομοκρατίας μετά τις 9/11, το συμπέρασμα είναι ότι αν και υπήρξαν ορισμένα σημαντικά τρομοκρατικά χτυπήματα (Μπαλί, Ριάντ, Κωνσταντινούπολη, Μαδρίτη, Λονδίνο, Μουμπάι), το κόστος των επιθέσεων (παρά τις χαμένες ανθρώπινες ζωές, τα ψυχολογικά τραύματα, τις οικονομικές ζημιές και τους μέχρι τώρα περιορισμούς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών – ιδιαίτερα το Γκουαντάναμο) μπορεί να εκτιμηθεί ως μάλλον περιορισμένο (τουλάχιστον από την σκοπιά του ιστορικού που μελετά γενικότερες, μακροπρόθεσμες τάσεις). Η σημαντικότερη ζημιά που προκάλεσε η Αλ Κάιντα ήταν ότι διευκόλυνε την υλοποίηση των σχεδίων των νεο-συντηρητικών που ενέπλεξαν τις ΗΠΑ και τη Δύση στην καταστροφική περιπέτεια του Ιράκ (και δευτερευόντως του Αφγανιστάν).
Για τον πρόεδρο Ομπάμα, η σημερινή συγκυρία αποτελεί μια ευκαιρία για να απεγκλωβιστεί ταχύτερα τόσο από το Αφγανιστάν (επαναπροσδιορίζοντας τους στόχους του πολέμου), όσο και από τον –έμπνευσης Μπους και νεο-συντηρητικών– πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Η προσπάθεια δεν θα είναι εύκολη, καθώς υπάρχουν ισχυρά πολιτικά, οικονομικά και γραφειοκρατικά συμφέροντα για «διατήρηση» της τρομοκρατικής απειλής. Επιπλέον, μια «άτακτη» αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν θα πλήξει την ήδη κλονισμένη αξιοπιστία των ΗΠΑ, ενώ σε περίπτωση επιστροφής των Ταλιμπάν στην εξουσία σημαντικό μέρος του τοπικού πληθυσμού (π.χ. γυναίκες) θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα.
Εν κατακλείδι, ακόμα και αν υιοθετούσαμε την υπόθεση εργασίας ότι πιθανόν να έκλεισε το κεφάλαιο της ισλαμικής τρομοκρατίας, οι γενεσιουργοί αιτίες του προβλήματος παραμένουν: οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, το παλαιστινιακό πρόβλημα, κ.ά. Η Δύση έχει ακόμη υποχρεώσεις να εκπληρώσει στο πλαίσιο αυτό.
* Ο Θάνος Π. Ντόκος είναι Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου