Οι Έλληνες συμπεριφέρονται πολλές φορές περισσότερο με το θυμικό και λιγότερο με τη λογική. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ενεργούν ορθολογικά όταν γνωρίζουν τα πραγματικά δεδομένα και επιθυμούν να μεγιστοποιήσουν το συμφέρον των οικογενειών τους. Η επιμονή της πλειονότητας του κόσμου να προσπαθήσει να διορίσει τον γιο ή την κόρη του στο Δημόσιο τις τελευταίες δεκαετίες αυτό αποδεικνύει. Η σύγκριση των μισθολογικών και άλλων δεδομένων που ισχύουν σε μεγάλο μέρος του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα τους δικαιώνει.
Φυσικά, ο δημόσιος τομέας δεν είναι ένα ομοιογενές πράγμα και το ίδιο ισχύει και για τον ιδιωτικό.
Είναι γνωστό ότι ένα κομμάτι του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα ανδρώθηκε λόγω των ιδιαίτερων σχέσεων που ανέπτυξε με το κράτος και δεν ήταν ανταγωνιστικό.
Είναι επόμενο λοιπόν να αντιμετωπίζει πρόβλημα ύπαρξης από τη στιγμή όπου οι παλιές "κερδοφόρες" μπίζνες δεν μπορούν να συνεχιστούν.
Όμως, το μεγαλύτερο κομμάτι του ιδιωτικού τομέα δεν ανήκει στην ανωτέρω κατηγορία.
Αντίθετα, γνωρίζει από πρώτο χέρι τι θα πει κρατική γραφειοκρατία.
Επιπλέον, γνωρίζει επίσης πολύ καλά τι θα πει βαθιά και παρατεταμένη ύφεση μετά την κρίση ρευστότητας, σε πρώτη φάση, και δημοσίου χρέους, σε δεύτερη, που αντιμετωπίζει η χώρα.
Παρότι όμως η κύρια πηγή του προβλήματος της ελληνικής οικονομίας είναι το Δημόσιο, η κυβερνητική οικονομική πολιτική, έχουσα τις ευλογίες των αντιπροσώπων των θεσμικών δανειστών μας, είναι κυρίως προσανατολισμένη στην απομύζηση του ιδιωτικού τομέα.
Είτε αυξάνοντας τους φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις είτε καθυστερώντας υπερβολικά την καταβολή των ποσών που οφείλει σε ιδιωτικές εταιρίες, με αποτέλεσμα την έξαρση της ανεργίας.
Όταν όμως ο αναβάτης εξαντλεί το υγιές άλογο που σέρνει το κάρο και το άλλο είναι κουτσό, κινδυνεύει το κάρο να μείνει στον δρόμο.
Αυτό ακριβώς κινδυνεύει να πάθει η ελληνική οικονομία, αν κρίνουμε από τον ορυμαγδό των νέων φόρων και κρατήσεων που ετοιμάζει η κυβέρνηση, συνοδευόμενο από τον συνήθη λεκτικό περιορισμό του Δημοσίου.
Είναι προφανές πως η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος επιτάσσει τη λήψη περιοριστικών μέτρων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται αυξήσεις φόρων και περιορισμός των κρατικών δαπανών.
Είναι σαφές ότι η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία.
Όμως, το μέγεθος της επίπτωσης στο ΑΕΠ εξαρτάται από τη συμπεριφορά του ιδιωτικού τομέα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για δύο λόγους:
Πρώτον, άλλες χώρες της ευρωζώνης εφαρμόζουν επίσης περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές την ίδια περίοδο.
Δεύτερον, η χώρα δεν έχει ούτε μεγάλο εξαγωγικό τομέα ούτε εθνικό νόμισμα που θα μπορούσε πιθανόν να υποτιμήσει γενναία για να δώσει ώθηση στον πρώτο.
Επίσης, η ιστορία με τις παλαιότερες υποτιμήσεις της δραχμής δείχνει ότι τα όποια οφέλη ήταν βραχυπρόθεσμα, γιατί κατέληγαν σε αύξηση του πληθωρισμού, που υπέσκαπτε τα αρχικά οφέλη της υποτίμησης.
Ο ιδιωτικός τομέας θα μπορούσε να περιορίσει εν μέρει το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης που προκαλεί η αναγκαστική περιοριστική δημοσιονομική πολιτική κατά τα πρότυπα άλλων χωρών στο παρελθόν.
Πολύ περισσότερο όταν ο βαθμός μόχλευσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων υπολείπεται του μέσου όρου της ευρωζώνης ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Όμως, το Δημόσιο έχει επίσης μολύνει το τραπεζικό σύστημα, αποκλείοντάς το από τις αγορές και στερώντας πόρους για τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα.
Φυσικά, το κράτος έχει δώσει εγγυήσεις στις τράπεζες για να αντλούν ρευστότητα από την ΕΚΤ και υπό αυτήν την έννοια τις έχει βοηθήσει, με το αζημίωτο φυσικά.
Όμως, η ρευστότητα κατευθύνεται πρωτίστως στο να καλύψει τις τρύπες που προκαλεί η μείωση των καταθέσεων, η οποία είναι απόρροια της ύφεσης και της έλλειψης εμπιστοσύνης στη διαχείριση της κρίσης και στην κατάληξή της.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος έχει συγκριτικά μεγαλύτερες επιπτώσεις στην εθνική οικονομία απ’ ό,τι θα είχε αν η οικονομική πολιτική επικεντρωνόταν στην τιθάσευση του Δημοσίου και δεν επιβάρυνε δυσανάλογα τον ιδιωτικό τομέα.
Δυστυχώς, ο ιδιωτικός τομέας δεν θα βοηθήσει την ελληνική οικονομία, όπως δεν το έκανε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στη Σουηδία και στη Φινλανδία.
Επομένως, ο μόνος άλλος τρόπος για τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι η μείωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μέσω κυρίως της συμπίεσης της εγχώριας ζήτησης, δοκιμάζοντας τις αντοχές του πολιτικού συστήματος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μακάρι ο θεός της Ελλάδας να είναι μαζί μας.
Dr. Money (από το http://www.euro2day.gr/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου