του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Αρκετοί αναγνώστες έθεσαν το ερώτημα αν ο φιλελευθερισμός είναι συμβατός με την ύπαρξη του ευρώ και την εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που ίσχυαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν είναι απλή, αλλά ούτε και μπορεί να είναι απόλυτη.
Πολλοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως για παράδειγμα ο Γάλλος νομπελίστας Μωρίς Αγιέ και ο σύμβουλος του στρατηγού Ντε Γκωλ την δεκαετία του 1960 Ζακ Ρυέφ, ήσαν σαφώς αντίθετοι με την κατάργηση του χρυσού κανόνα και αμφότεροι είχαν προβλέψει ότι η εξέλιξη αυτή θα προκαλούσε συνεχείς νομισματικές κρίσεις, με αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις. Ειδικά ο Ζακ Ρυέφ, το 1970 είχε ταχθεί ξεκάθαρα και κατά του ισχύοντος από το 1922 Gold Exchange Standard (Χρυσού Συναλλαγματικού Κανόνα), σύμφωνα με τον οποίον από το 1931 και μετά μόνον το δολλάριο ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό. Κατά την άποψή του, η κατάσταση αυτή έδινε την ευκαιρία να παράγονται καινα αναπαράγονται πιστώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται υπερβάλλουσα ρευστότητα η οποία, με την σειρά της, οδηγούσε στην υπερεκτίμηση των μετοχικών αξιών, με τελικό στάδιο το κραχ του 1929.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υιοθετήθηκε η Συμφωνία του Μπρέττον Γουντς (1944), με βάση την οποία οι ΗΠΑ αποκτούσαν παγκόσμια νομισματική κυριαρχία. Έτσι είχαμε την καθιέρωση του «δολλαρίου-βασιλιά» και την υποχρέωση των σημαντικών κρατικών νομισμάτων να μετατρέπονται σε δολλάρια, ενώ μόνον το δολλάριο ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό. Ο μηχανισμός αυτός λειτούργησε σχετικά καλά έως την 15η Αυγούστου 1971, ημέρα που οι ΗΠΑ, για να καλύψουν τις τεράστιες πολεμικές δαπάνες τους στο Βιετνάμ, κατάργησαν μονομερώς την μετατρεψιμότητα του δολλαρίου σε χρυσό. Στη συνέχεια, μεταξύ 1971 και 1973 καθιερώθηκαν και τα κυμαινόμενα επιτόκια διεθνώς, με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς οι διεθνείς ροές κεφαλαίων. Τέλος, το 1976, με την αλλαγή του καταστατικού του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, απαγορεύθηκε και επισήμως η σύνδεση της αξίας ενός νομίσματος με τον χρυσό. Συνεπώς, το χαρτονόμισμα αποκτούσε τεράστια πολιτική σημασία, ενώ η ραγδαία αύξηση της νομισματικής μάζας και της κυκλοφορίας της επέτρεπε στα κράτη να δανείζονται κατά το δοκούν.
Από το σημείο αυτό και μετά άλλαξε σταδιακά και η φύση της παγκόσμιας οικονομίας, με τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες να κερδίζουν έδαφος έναντι της πραγματικής οικονομίας. Η αστάθεια γινόταν κανόνας στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις και η διαδικασία των ελεύθερων συναλλαγών αποσταθεροποιείτο από συνεχείς νομισματικές χειραγωγήσεις που εφάρμοζαν κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες. Αν στο τοπίο αυτό προσθέσουμε και τις κεϋνσιανές αντιλήψεις και συμβουλές για την δημιουργία πληθωριστικού χρήματος όταν υπάρχει ανεργία, τότε καταλαβαίνουμε μάλλον εύκολα ότι η παραδοσιακή οικονομική φιλελεύθερη αντίληψη είναι μάλλον μακρυά από τα όσα συμβαίνουν.
Αρκετοί αναγνώστες έθεσαν το ερώτημα αν ο φιλελευθερισμός είναι συμβατός με την ύπαρξη του ευρώ και την εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που ίσχυαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν είναι απλή, αλλά ούτε και μπορεί να είναι απόλυτη.
Πολλοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως για παράδειγμα ο Γάλλος νομπελίστας Μωρίς Αγιέ και ο σύμβουλος του στρατηγού Ντε Γκωλ την δεκαετία του 1960 Ζακ Ρυέφ, ήσαν σαφώς αντίθετοι με την κατάργηση του χρυσού κανόνα και αμφότεροι είχαν προβλέψει ότι η εξέλιξη αυτή θα προκαλούσε συνεχείς νομισματικές κρίσεις, με αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις. Ειδικά ο Ζακ Ρυέφ, το 1970 είχε ταχθεί ξεκάθαρα και κατά του ισχύοντος από το 1922 Gold Exchange Standard (Χρυσού Συναλλαγματικού Κανόνα), σύμφωνα με τον οποίον από το 1931 και μετά μόνον το δολλάριο ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό. Κατά την άποψή του, η κατάσταση αυτή έδινε την ευκαιρία να παράγονται καινα αναπαράγονται πιστώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται υπερβάλλουσα ρευστότητα η οποία, με την σειρά της, οδηγούσε στην υπερεκτίμηση των μετοχικών αξιών, με τελικό στάδιο το κραχ του 1929.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υιοθετήθηκε η Συμφωνία του Μπρέττον Γουντς (1944), με βάση την οποία οι ΗΠΑ αποκτούσαν παγκόσμια νομισματική κυριαρχία. Έτσι είχαμε την καθιέρωση του «δολλαρίου-βασιλιά» και την υποχρέωση των σημαντικών κρατικών νομισμάτων να μετατρέπονται σε δολλάρια, ενώ μόνον το δολλάριο ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό. Ο μηχανισμός αυτός λειτούργησε σχετικά καλά έως την 15η Αυγούστου 1971, ημέρα που οι ΗΠΑ, για να καλύψουν τις τεράστιες πολεμικές δαπάνες τους στο Βιετνάμ, κατάργησαν μονομερώς την μετατρεψιμότητα του δολλαρίου σε χρυσό. Στη συνέχεια, μεταξύ 1971 και 1973 καθιερώθηκαν και τα κυμαινόμενα επιτόκια διεθνώς, με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς οι διεθνείς ροές κεφαλαίων. Τέλος, το 1976, με την αλλαγή του καταστατικού του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, απαγορεύθηκε και επισήμως η σύνδεση της αξίας ενός νομίσματος με τον χρυσό. Συνεπώς, το χαρτονόμισμα αποκτούσε τεράστια πολιτική σημασία, ενώ η ραγδαία αύξηση της νομισματικής μάζας και της κυκλοφορίας της επέτρεπε στα κράτη να δανείζονται κατά το δοκούν.
Από το σημείο αυτό και μετά άλλαξε σταδιακά και η φύση της παγκόσμιας οικονομίας, με τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες να κερδίζουν έδαφος έναντι της πραγματικής οικονομίας. Η αστάθεια γινόταν κανόνας στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις και η διαδικασία των ελεύθερων συναλλαγών αποσταθεροποιείτο από συνεχείς νομισματικές χειραγωγήσεις που εφάρμοζαν κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες. Αν στο τοπίο αυτό προσθέσουμε και τις κεϋνσιανές αντιλήψεις και συμβουλές για την δημιουργία πληθωριστικού χρήματος όταν υπάρχει ανεργία, τότε καταλαβαίνουμε μάλλον εύκολα ότι η παραδοσιακή οικονομική φιλελεύθερη αντίληψη είναι μάλλον μακρυά από τα όσα συμβαίνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου