Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Κρητικής καταγωγής, ο Γιώργος Χατζημαρκάκης είναι σήμερα ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της Ομάδας των Φιλελευθέρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και διαπρεπές στέλεχος του Κόμματος Ελευθέρων Δημοκρατών της Γερμανίας. Επίσης, ο Ελληνογερμανός ευρωβουλευτής είναι και πρόεδρος του Γερμανο-Ελληνικού Επιχειρηματικού Συνδέσμου που, με έδρα την Κολωνία, φιλοδοξεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην προσέλκυση γερμανικών επενδύσεων στην Ελλάδα. Με αφορμή την συμμετοχή του στο πρόσφατο συνέδριο που συνδιοργάνωσαν η Ελληνική Εταιρεία Διοίκησης Επιχειρήσεων (ΕΕΔΕ), η Ένωση Ανώτατων Στελεχών Επιχειρήσεων (ΕΑΣΕ) και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Διευθυντικών Στελεχών (CEC), με θέμα την θέση των μάνατζερς στην οικονομική κρίση, είχαμε μαζί του την συνέντευξη που ακολουθεί.
Ερώτηση: Πιστεύετε ότι σε μία περίοδο διεθνούς νομισματικής αναταραχής και ευρωπαϊκής κρίσης δημοσίου χρέους, η Ελλάδα μπορεί να γίνει πόλος προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και ειδικότερα γερμανικών;
Απάντηση: Στον κόσμο μας υπάρχει έντονος επενδυτικός ανταγωνισμός. Είναι πολλές οι χώρες που θέλουν να προσελκύσουν ξένες άμεσες επενδύσεις και, από την πλευρά τους, τα επενδυτικά κεφάλαια αναζητούν τις καλύτερες συνθήκες για να έχουν τις επιθυμητές αποδόσεις. Στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας, η Ελλάδα πρέπει να κάνει σοβαρότατες δομικές μεταρρυθμίσεις και να σταθεροποιήσει παράλληλα το προβληματικό δημοσιονομικό περιβάλλον της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βοηθά προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά και η χώρα θα πρέπει να βοηθήσει τον εαυτό της. Υπάρχει γερμανικό ενδιαφέρον για επενδύσεις, κυρίως στον ενεργειακό τομέα, αλλά για να γίνει πράξη είναι ανάγκη να υπάρξουν και οι απαραίτητες ελληνικές ενέργειες. Ενέργειες, όμως, που να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη. Αυτό είναι σήμερα ένα μεγάλο ελληνικό πρόβλημα. Οι επενδυτές δεν εμπιστεύονται το ελληνικό Δημόσιο και το τελευταίο δεν κάνει τίποτε για να αλλάξει το κλίμα αυτό.
Ε: Οι τελευταίες δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης Μ. Χρυσοχοΐδη σε ποιον βαθμό μπόρεσαν να πείσουν τους Γερμανούς επενδυτές;
Α: Επαναλαμβάνω ότι, από γερμανικής πλευράς, υπάρχει καλή θέληση και η γερμανική κυβέρνηση έχει πάρει πολύ σοβαρά την υπόθεση σωτηρίας της Ελλάδας. Όμως το τανγκό χορεύεται από δύο και όχι από έναν. Οι Γερμανοί επενδυτές δεν μπαίνουν σε μία χώρα για να κάνουν “αρπαχτές”. Σκέπτονται μακροπρόθεσμα και γι αυτό τους ενδιαφέρει σε υπερθετικό βαθμό το οικονομικό και πολιτικο-κοινωνικό περιβάλλον. Από την άποψη αυτή, πέρα από την συντόμευση του χρόνου έκδοσης μιας άδειας, υπάρχουν και άλλες σημαντικές λειτουργικές διαδικασίες που πρέπει να πείθουν τον επενδυτή ότι θα είναι σταθερές. Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα πρέπει να αποκεντρωθούν και να καλύψουν όλες τις περιφέρειες της χώρας. Αυτό είναι κάτι που ενδιαφέρει τους επιχειρηματίες-μέλη του Γερμανο-Ελληνικού Επιχειρηματικού Συνδέσμου, όσο βέβαια και άλλους εκτός αυτού.
Ε: Στην βάση αυτής της συλλογιστικής, ο Γερμανο-Ελληνικός Σύνδεσμος έχει εκπονήσει κάποια πιο συγκεκριμένα σχέδια;
Α: Βεβαίως, υπάρχουν περιφέρειες που έχουν μεγάλες δυνατότητες τουριστικής, λιμενικής, ενεργειακής και τεχνολογικής ανάπτυξης και μπορούν να βοηθηθούν να πετύχουν πολλά πράγματα – αρκεί να το πάρουν με το “μέσα μυαλό” οι τοπικοί άρχοντες. Για παράδειγμα, στην Κρήτη, ο φίλος μου και πρώην ευρωβουλευτής Σταύρος Αρναουτάκης έχει κάνει πολλά πράγματα στον τομέα αυτόν. Είναι παράδειγμα προς μίμηση και αποδεικνύει ότι, για να μπορέσω να κάνω κάτι, θα πρέπει και να το θέλω.
Ε: Δεν είναι όμως αναγκαίο και το όραμα;
Α: Ασφαλώς. Η βούληση για την επίτευξη ενός στόχου απαιτεί το όραμα. Απαιτεί να βλέπει κανείς μακρυά από τα μικροσυμφέροντα, την ρουτίνα και τους πρόχειρους υπολογισμούς. Νομίζω ότι αυτό που λείπει σήμερα στην Ελλάδα είναι αυτή η οραματική διάσταση. Οι δε λόγοι γι αυτή την έλλειψη είναι πολλοί, αλλά και εξαιρετικά σύνθετοι ως προς την υφή τους. Η χώρα και οι άνθρωποί της πρέπει να εγκαταλείψουν την ομφαλοσκόπηση. Ο κόσμος μας αλλάζει, γρήγορα και πιεστικά. Όσοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις πιέσεις αυτών των αλλαγών, δυστυχώς γι αυτούς, θα περιθωριοποιηθούν.
Ε: Αυτό που όντως ισχύει στην Ελλάδα δεν παρατηρείται και στην Ευρώπη; Η σημερινή ΕΕ δεν πάσχει και αυτή από έλλειψη οράματος;
Α: Αυτό εν μέρει είναι σωστό. Πλην όμως, πρέπει να καταλάβουμε ότι η Ευρώπη υφίσταται τις επιπτώσεις μιας κρίσης που προκλήθηκε μακρυά από αυτήν. Ίσως να μην συνειδητοποίησε αμέσως το μέγεθος της κρίσης, ωστόσο οι μέχρι στιγμής αντιδράσεις της είναι συνολικά θετικές και προς την σωστή κατεύθυνση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι δεν είναι λίγοι και οι εχθροί της ευρωπαϊκής ιδέας μέσα στην ίδια την Ευρώπη. Για παράδειγμα, αν δεν υπήρχε η ευρωζώνη, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα είχε καταρρεύσει υπό την πίεση ανταγωνιστικών νομισματικών υποτιμήσεων και κάποιες αδύναμες νομισματικά χώρες θα είχαν ολοσχερώς καταστραφεί. Σήμερα, όχι μόνον δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά το ευρώ είναι και το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο. Αυτό δεν λέει τίποτα στους επαγγελματίες καταστροφολόγους;
Ε: Άρα επιβάλλεται η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη;
Α: Η έξοδος από την ευρωζώνη θα δημιουργούσε περισσότερα και σοβαρότερα προβλήματα από αυτά που θα έλυνε. Η ανεξέλεγκτη ολική χρεοκοπία είναι χειρότερη όχι μόνον από την ευρωζώνη αλλά και από άλλες ενδιάμεσες εναλλακτικές λύσεις. Από την λεγόμενη “ελεγχόμενη χρεοκοπία”, δηλαδή την συμφωνημένη μείωση του χρέους, από την επιμήκυνση του χρέους, δηλαδή την αποπληρωμή σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, και από την αναδιάρθρωση του χρέους με τον συνδυασμό της επιμήκυνσης, του “κουρέματος” και άλλων στοιχείων. Η ευρωζώνη δεν είναι μία άριστη νομισματική περιοχή, καθώς αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα. Δεν έχει μηχανισμούς δωρεάν μεταβιβάσεων δημοσιονομικών πόρων από την μία χώρα μέλος στην άλλη. Δεν έχει ολοκληρώσει την ελεύθερη μετακίνηση των συντελεστών παραγωγής και χαρακτηρίζεται από έντονες ανισότητες στο επίπεδο ανάπτυξης, την οικονομική διάρθρωση και την ανταγωνιστικότητα των κρατών της. Παρόλα αυτά, η παραμονή στην ευρωζώνη και η διατήρηση του ευρώ είναι προτιμότερη από τις παραπάνω εναλλακτικές λύσεις, διότι αποτελεί μία βασική προϋπόθεση για την αποφυγή της ανεξέλεγκτης ολικής χρεοκοπίας και την νομισματική και δημοσιονομική σταθερότητα σε μακροχρόνια βάση. Η επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας είναι ένα αναγκαίο κακό –το οποίο, ωστόσο, μπορεί να αντισταθμιστεί με αναπτυξιακές επενδύσεις.
Κρητικής καταγωγής, ο Γιώργος Χατζημαρκάκης είναι σήμερα ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της Ομάδας των Φιλελευθέρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και διαπρεπές στέλεχος του Κόμματος Ελευθέρων Δημοκρατών της Γερμανίας. Επίσης, ο Ελληνογερμανός ευρωβουλευτής είναι και πρόεδρος του Γερμανο-Ελληνικού Επιχειρηματικού Συνδέσμου που, με έδρα την Κολωνία, φιλοδοξεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην προσέλκυση γερμανικών επενδύσεων στην Ελλάδα. Με αφορμή την συμμετοχή του στο πρόσφατο συνέδριο που συνδιοργάνωσαν η Ελληνική Εταιρεία Διοίκησης Επιχειρήσεων (ΕΕΔΕ), η Ένωση Ανώτατων Στελεχών Επιχειρήσεων (ΕΑΣΕ) και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Διευθυντικών Στελεχών (CEC), με θέμα την θέση των μάνατζερς στην οικονομική κρίση, είχαμε μαζί του την συνέντευξη που ακολουθεί.
Ερώτηση: Πιστεύετε ότι σε μία περίοδο διεθνούς νομισματικής αναταραχής και ευρωπαϊκής κρίσης δημοσίου χρέους, η Ελλάδα μπορεί να γίνει πόλος προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και ειδικότερα γερμανικών;
Απάντηση: Στον κόσμο μας υπάρχει έντονος επενδυτικός ανταγωνισμός. Είναι πολλές οι χώρες που θέλουν να προσελκύσουν ξένες άμεσες επενδύσεις και, από την πλευρά τους, τα επενδυτικά κεφάλαια αναζητούν τις καλύτερες συνθήκες για να έχουν τις επιθυμητές αποδόσεις. Στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας, η Ελλάδα πρέπει να κάνει σοβαρότατες δομικές μεταρρυθμίσεις και να σταθεροποιήσει παράλληλα το προβληματικό δημοσιονομικό περιβάλλον της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βοηθά προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά και η χώρα θα πρέπει να βοηθήσει τον εαυτό της. Υπάρχει γερμανικό ενδιαφέρον για επενδύσεις, κυρίως στον ενεργειακό τομέα, αλλά για να γίνει πράξη είναι ανάγκη να υπάρξουν και οι απαραίτητες ελληνικές ενέργειες. Ενέργειες, όμως, που να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη. Αυτό είναι σήμερα ένα μεγάλο ελληνικό πρόβλημα. Οι επενδυτές δεν εμπιστεύονται το ελληνικό Δημόσιο και το τελευταίο δεν κάνει τίποτε για να αλλάξει το κλίμα αυτό.
Ε: Οι τελευταίες δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης Μ. Χρυσοχοΐδη σε ποιον βαθμό μπόρεσαν να πείσουν τους Γερμανούς επενδυτές;
Α: Επαναλαμβάνω ότι, από γερμανικής πλευράς, υπάρχει καλή θέληση και η γερμανική κυβέρνηση έχει πάρει πολύ σοβαρά την υπόθεση σωτηρίας της Ελλάδας. Όμως το τανγκό χορεύεται από δύο και όχι από έναν. Οι Γερμανοί επενδυτές δεν μπαίνουν σε μία χώρα για να κάνουν “αρπαχτές”. Σκέπτονται μακροπρόθεσμα και γι αυτό τους ενδιαφέρει σε υπερθετικό βαθμό το οικονομικό και πολιτικο-κοινωνικό περιβάλλον. Από την άποψη αυτή, πέρα από την συντόμευση του χρόνου έκδοσης μιας άδειας, υπάρχουν και άλλες σημαντικές λειτουργικές διαδικασίες που πρέπει να πείθουν τον επενδυτή ότι θα είναι σταθερές. Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα πρέπει να αποκεντρωθούν και να καλύψουν όλες τις περιφέρειες της χώρας. Αυτό είναι κάτι που ενδιαφέρει τους επιχειρηματίες-μέλη του Γερμανο-Ελληνικού Επιχειρηματικού Συνδέσμου, όσο βέβαια και άλλους εκτός αυτού.
Ε: Στην βάση αυτής της συλλογιστικής, ο Γερμανο-Ελληνικός Σύνδεσμος έχει εκπονήσει κάποια πιο συγκεκριμένα σχέδια;
Α: Βεβαίως, υπάρχουν περιφέρειες που έχουν μεγάλες δυνατότητες τουριστικής, λιμενικής, ενεργειακής και τεχνολογικής ανάπτυξης και μπορούν να βοηθηθούν να πετύχουν πολλά πράγματα – αρκεί να το πάρουν με το “μέσα μυαλό” οι τοπικοί άρχοντες. Για παράδειγμα, στην Κρήτη, ο φίλος μου και πρώην ευρωβουλευτής Σταύρος Αρναουτάκης έχει κάνει πολλά πράγματα στον τομέα αυτόν. Είναι παράδειγμα προς μίμηση και αποδεικνύει ότι, για να μπορέσω να κάνω κάτι, θα πρέπει και να το θέλω.
Ε: Δεν είναι όμως αναγκαίο και το όραμα;
Α: Ασφαλώς. Η βούληση για την επίτευξη ενός στόχου απαιτεί το όραμα. Απαιτεί να βλέπει κανείς μακρυά από τα μικροσυμφέροντα, την ρουτίνα και τους πρόχειρους υπολογισμούς. Νομίζω ότι αυτό που λείπει σήμερα στην Ελλάδα είναι αυτή η οραματική διάσταση. Οι δε λόγοι γι αυτή την έλλειψη είναι πολλοί, αλλά και εξαιρετικά σύνθετοι ως προς την υφή τους. Η χώρα και οι άνθρωποί της πρέπει να εγκαταλείψουν την ομφαλοσκόπηση. Ο κόσμος μας αλλάζει, γρήγορα και πιεστικά. Όσοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις πιέσεις αυτών των αλλαγών, δυστυχώς γι αυτούς, θα περιθωριοποιηθούν.
Ε: Αυτό που όντως ισχύει στην Ελλάδα δεν παρατηρείται και στην Ευρώπη; Η σημερινή ΕΕ δεν πάσχει και αυτή από έλλειψη οράματος;
Α: Αυτό εν μέρει είναι σωστό. Πλην όμως, πρέπει να καταλάβουμε ότι η Ευρώπη υφίσταται τις επιπτώσεις μιας κρίσης που προκλήθηκε μακρυά από αυτήν. Ίσως να μην συνειδητοποίησε αμέσως το μέγεθος της κρίσης, ωστόσο οι μέχρι στιγμής αντιδράσεις της είναι συνολικά θετικές και προς την σωστή κατεύθυνση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι δεν είναι λίγοι και οι εχθροί της ευρωπαϊκής ιδέας μέσα στην ίδια την Ευρώπη. Για παράδειγμα, αν δεν υπήρχε η ευρωζώνη, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα είχε καταρρεύσει υπό την πίεση ανταγωνιστικών νομισματικών υποτιμήσεων και κάποιες αδύναμες νομισματικά χώρες θα είχαν ολοσχερώς καταστραφεί. Σήμερα, όχι μόνον δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά το ευρώ είναι και το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο. Αυτό δεν λέει τίποτα στους επαγγελματίες καταστροφολόγους;
Ε: Άρα επιβάλλεται η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη;
Α: Η έξοδος από την ευρωζώνη θα δημιουργούσε περισσότερα και σοβαρότερα προβλήματα από αυτά που θα έλυνε. Η ανεξέλεγκτη ολική χρεοκοπία είναι χειρότερη όχι μόνον από την ευρωζώνη αλλά και από άλλες ενδιάμεσες εναλλακτικές λύσεις. Από την λεγόμενη “ελεγχόμενη χρεοκοπία”, δηλαδή την συμφωνημένη μείωση του χρέους, από την επιμήκυνση του χρέους, δηλαδή την αποπληρωμή σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, και από την αναδιάρθρωση του χρέους με τον συνδυασμό της επιμήκυνσης, του “κουρέματος” και άλλων στοιχείων. Η ευρωζώνη δεν είναι μία άριστη νομισματική περιοχή, καθώς αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα. Δεν έχει μηχανισμούς δωρεάν μεταβιβάσεων δημοσιονομικών πόρων από την μία χώρα μέλος στην άλλη. Δεν έχει ολοκληρώσει την ελεύθερη μετακίνηση των συντελεστών παραγωγής και χαρακτηρίζεται από έντονες ανισότητες στο επίπεδο ανάπτυξης, την οικονομική διάρθρωση και την ανταγωνιστικότητα των κρατών της. Παρόλα αυτά, η παραμονή στην ευρωζώνη και η διατήρηση του ευρώ είναι προτιμότερη από τις παραπάνω εναλλακτικές λύσεις, διότι αποτελεί μία βασική προϋπόθεση για την αποφυγή της ανεξέλεγκτης ολικής χρεοκοπίας και την νομισματική και δημοσιονομική σταθερότητα σε μακροχρόνια βάση. Η επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας είναι ένα αναγκαίο κακό –το οποίο, ωστόσο, μπορεί να αντισταθμιστεί με αναπτυξιακές επενδύσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου