Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Και αν η Γερμανία αποχωρούσε από την Ευρωζώνη?

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Όσο και αν αυτό ακούγεται απίστευτο, είναι εντούτοις ένα σενάριο που κυκλοφορεί ευρύτατα στους διεθνείς επενδυτικούς κύκλους και, βεβαίως, επηρεάζει τις εκτιμήσεις και τις αποφάσεις τους.
Το 1995, ο κ. Μπέρναρντ Κόννολυ ήταν επικεφαλής του Τμήματος Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, χωρίς όμως να πολυπιστεύει στην οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρώπης. Βρεταννός γαρ.

Την ίδια χρονιά, ωστόσο, απελύθη από την θέση του με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Η Σαθρή Καρδιά της Ευρώπης (The Rotten Heart of Europe), στο οποίο προέβλεπε την διάλυση της –υπό εκκόλαψη, τότε– ευρωζώνης, λόγω της φούσκας δημοσίων χρεών που θα δημιουργούσε σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Μετά την απόλυσή του προσελήφθη ως υπεύθυνος παγκόσμιας στρατηγικής στην τράπεζα AIG και σήμερα διευθύνει την προσωπική του εταιρεία επενδυτικών και στρατηγικών συμβουλών.

Στο πλαίσιο αυτό, κυκλοφορεί ευρύτατα στις διεθνείς αγορές έκθεσή του, η οποία προκαλεί έντονους και δικαιολογημένους προβληματισμούς για το μέλλον της ευρωζώνης, αλλά και για την θέση της Ευρώπης στον νέο παγκόσμιο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, όπου οι παλαιοί συσχετισμοί έχουν πάει περίπατο. Τί λέει, λοιπόν στην περίφημη έκθεση* ο κ. Μπέρναρντ Κόννολυ, ο οποίος κινείται σήμερα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας;

Κατ’ αρχήν, επισημαίνει ότι, μέχρι να ξεσπάσει η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση ήταν ίσως το πιο αδρό παράδειγμα στον κόσμο μιας πυραμίδας τύπου Μάντοφ (macro Pouri game, στο κείμενο). Αρκετές χώρες μέλη της ευρωζώνης (Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιταλία) είχαν ευρύτατα ή αυξανόμενα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία δεν προέκυπταν από υψηλά ποσοστά ανόδου της παραγωγικότητας, αλλά ούτε και από προσδοκώμενες αποδόσεις επενδύσεων. Αντιθέτως, και κυρίως στην Ελλάδα, η παραγωγικότητα έπεφτε ενώ, ταυτοχρόνως, τα ελλείμματα ανέβαιναν.

Όλες οι χρεωμένες χώρες της ευρωζώνης είχαν υψηλά επίπεδα εμπορικής μη-ανταγωνιστικότητας, όμως ενίσχυαν την εσωτερική ζήτηση και ταυτοχρόνως ανέβαζαν τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούσε η Ιταλία, στην οποία η απαισιοδοξία για την πορεία της οικονομίας οδηγούσε σε άνοδο της αποταμίευσης και σε χαμηλότερα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Αργά αλλά σταθερά, μέσω του χρέους των παραπάνω μη ανταγωνιστικών χωρών –το οποίο όλοι κατακρατούσαν με ενθουσιασμό– δημιουργήθηκε ένα σύστημα Μάντοφ (Pouri Scheme). Την κύρια δε ευθύνη για την κατάσταση αυτή φέρει σήμερα η ΟΝΕ. Διότι, σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία, το αυξημένο επίπεδο της εσωτερικής ζήτησης δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα της παγκόσμιας φούσκας πιστώσεων. Και η φούσκα αυτή μεγάλωνε, γιατί οι αγορές πίστευαν ότι η απουσία εθνικών νομισμάτων στην ευρωζώνη ήταν αποτρεπτική πλέον χρηματοοικονομικών κρίσεων.

Όπως στους κόλπους της ΟΝΕ το νόμισμα δεν μπορεί να υποτιμηθεί, το «κυνήγι αποδόσεων» αποκτούσε προτεραιότητα στις ατζέντες του καθενός, σπρώχνοντας τις διαφορικές αποδόσεις προς τα κάτω. Έτσι, πριν δύο χρόνια, δεν υπήρχαν άξιες λόγου διαφορές στα spreads μεταξύ γερμανικών κρατικών ομολόγων και των τίτλων που εξέδιδαν χώρες με ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια. Οι αγορές, ωστόσο, ξεχνούσαν ένα πράγμα: ότι, σε μία νομισματική ένωση, ο κίνδυνος της πτωχεύσεως αντικαθιστά τον αντίστοιχο κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι εμπνευστές και πρωταγωνιστές της νομισματικής ένωσης υποδέχθηκαν την επιπόλαιη αυτή συμπεριφορά των παραγόντων της αγοράς με χαζοχαρούμενη διάθεση και την προέβαλλαν ως μέγα επίτευγμα της Ένωσής τους. Στην συνέχεια δε, εντελώς υποκριτικά, κατηγόρησαν τις αγγλο-σαξωνικές αγορές ως υπαίτιες της κρίσης –η οποία, όσο κι αν είναι δυσάρεστη, ήταν εντούτοις προβλέψιμη. Ασφαλώς δε, σε καμμία περίπτωση δεν απαλλάσονται ευθυνών και αγγλο-σάξωνες επενδυτές, κυρίως όμως η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ.

Στην ευρωζώνη, υποστηρίζει ο Μπ. Κόννολυ, το σοβαρό πρόβλημα είναι αυτό της καλύψεως των εμπορικών ελλειμμάτων των χωρών που πάσχουν από αυτά, αν θέλουν να σέβονται τις υποχρεώσεις τους στο επίπεδο των χρεών τους. Στις σημερινές συνθήκες, όμως, μόνον η Ιρλανδία μπορεί να ανταποκριθεί στην απαίτηση αυτή. Τί πρέπει να κάνουν οι άλλες ελλειμματικές χώρες; Πώς μπορούν να γίνουν πλεονασματικές;

Η απάντηση στα δύό αυτά ερωτήματα περνά μέσα από μία συμπίεση της εσωτερικής ζήτησης σε σχέση με την δυναμική παραγωγή. Ωστόσο, με εξαίρεση την Ιρλανδία, χώρες όπως η Ελλάδα και γενικά αυτές του ευρωπαϊκού νότου έχουν περιορισμένες δυνατότητες εξωτερικής καλύψεως του ελλείμματός τους, γιατί διαθέτουν χαμηλή ανταγωνιστικότητα –και ασήμαντη εξωστρέφεια, στην ελληνική περίπτωση. Άρα, η συμπίεση της εσωτερικής ζήτησης θα αφορά μόνον μη συναλλάξιμες υπηρεσίες και μη ανταλλάξιμα αγαθά και άρα πενιχρή θα είναι η επίπτωση στην βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η απαραίτητη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου απαιτεί μία συμπίεση της εσωτερικής ζήτησης, που θα είναι πολλαπλάσια της βελτίωσης των συναλλαγών. Αυτό συνεπάγεται βαθειά και μεγάλης διάρκειας ύφεση, εκτός και αν οι καθαρές εξαγωγές αυξηθούν σε ποσοστό ίδιο με το αντίστοιχο της πτώσης της ζήτησης. Εδώ, όμως, τα πράγματα περιπλέκονται.

Ως γνωστόν, η ισχυρή βελτίωση των καθαρών εξαγωγών θέλει ουσιαστική βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνον με μία καλή υποτίμηση του ευρώ ή αντιπληθωριστική τάση στις ελλειμματικές χώρες. Ωστόσο, σε μία οικονομία της αγοράς, ο αντιπληθωρισμός επιβάλλεται μόνον μέσω ανόδου της ανεργίας, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με υψηλά πραγματικά επιτόκια, συνεπάγεται μία γενικευμένη δυσπραγία. Όταν η πιστωτική φούσκα σκάει, οι τιμές των ενεργητικών, και κυρίως των ακινήτων, καταρρέουν, οδηγώντας σε μείωση της εσωτερικής ζήτησης και άρα σε αποσταθεροποίηση της ΟΝΕ.

Το πρόβλημα όμως οξύνεται γιατί τα spreads των ομολόγων ανεβαίνουν και τα δημοσιονομικά προβλήματα παρουσιάζουν επιδείνωση. Έτσι, οι κυβερνήσεις πιέζονται να αυξήσουν τους φόρους, να μειώσουν τις δαπάνες και άρα να επιδεινώσουν την ύφεση και τον αντιπληθωρισμό. Ακολουθεί άνοδος των πραγματικών επιτοκίων, περιορίζονται οι ιδιωτικές δαπάνες και μεγαλώνουν οι κίνδυνοι πτωχεύσεων στην πραγματική οικονομία. Από την πλευρά τους, οι οίκοι αξιολόγησης υποβαθμίζουν τις κρατικές πιστοληπτικές ικανότητες και ρίχνουν λάδι στην φωτιά. Γίνεται λοιπόν ηλίου φαεινότερον ότι οι υπερχρεωμένες χώρες πολύ δύσκολα μπορούν να βγουν από τις εφιαλτικές καταστάσεις στις οποίες έχουν με την θέλησή τους περιπλακεί.

Όσο και αν οι πολιτικοί προσπαθούν να χρυσώσουν το χάπι, λέγοντας προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά ότι η κατάσταση μπορεί να διορθωθεί, η πραγματικότητα είναι διαφορετική και κάποτε δείχνει το πρόσωπό της. Τότε η απαισιοδοξία εγκαθίσταται και το βάρος της γίνεται πολύ επαχθές τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τα νοικοκυριά. Η εσωτερική ζήτηση δέχεται νέα πλήγματα, ο αντιπληθωρισμός επιταχύνεται, τα πραγματικά επιτόκια ανεβαίνουν ακόμα ψηλότερα, με αποτέλεσμα το βάρος του χρέους να είναι δυσβάστακτο. Έτσι, στο μέτρο που οι πτωχεύσεις πληθαίνουν, ο οικονομικός ιστός καταρρέει συμπαρασύροντας και τις πολιτικο-κοινωνικές αρθρώσεις.

Για να σωθούν οι χώρες που βρίσκονται στην κατάσταση αυτή, θα πρέπει είτε να υποτιμηθεί το ευρώ, είτε να υπάρξουν πολύ σημαντικές χρηματοοικονομικές μεταφορές από τις πλεονασματικές χώρες της ευρωζώνης προς τις ελλειμματικές –αλλά όχι υπό μορφήν δανείων.

Κατά τον Μπ. Κόννολυ, η υποτίμηση του ευρώ είναι εξόχως δύσκολη. Διότι, με δεδομένο το γεγονός ότι το μισό εξωτερικό εμπόριο της ευρωζώνης γίνεται εντός αυτής, και η αρχική κατάσταση των υπερχρεωμένων χωρών ήταν ήδη κακή, η υποτίμηση θα πρέπει να είναι πολύ ισχυρή. Σύμφωνα με υπολογισμούς, το ευρώ θα πρέπει να υποτιμηθεί έναντι του δολλαρίου κάπου 40%. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή θα προκαλούσε καλπάζουσα άνοδο τιμών στην Γερμανία, η οποία θα έφθανε περίπου στο 70% σε μία πενταετία. Ο προαναφερόμενος υπολογισμός έγινε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πριν την κρίση και την πτώση του παγκόσμιου εμπορίου. Είναι έτσι προφανές ότι, υπό τις νέες συνθήκες, η υποτίμηση του ευρώ θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Άρα η σωτηρία των υπερχρεωμένων χωρών της ευρωζώνης θα συνεπαγόταν πληθωρισμό για την Γερμανία –ο οποίος δεν είναι καθόλου συμπαθής στην χώρα του Γκαίτε.

Η δεύτερη πόρτα εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα θα ήταν αυτή των ετησίων και μονίμων χρηματοοικονομικών μεταφορών από τις πλεονασματικές χώρες της ευρωζώνης προς τις προβληματικές. Όπως λένε απόρρητοι υπολογισμοί της ΕΚΤ, για να αποφευχθεί η βύθιση σε δυσπραγία των υπερχρεωμένων χωρών –στις οποίες θα μπορούσε να βρεθεί αύριο και η Γαλλία– θα ήταν ανάγκη να μεταφέρεται προς αυτές μονίμως το 7% του γερμανικού ΑΕΠ, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 16% περίπου των δημοσιονομικών εσόδων της χώρας αυτής.

Η Γερμανία –η οποία κατηγορείται από τον Μπ. Κόννολυ για μερκαντιλισμό– δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί παρόμοια εκδοχή. Αυτό, γράφει ο Μπ. Κόννολυ στην έκθεσή του, οφείλεται στον εγωισμό και στον κοντοθωρισμό πολλών Γερμανών υψηλά ισταμένων τεχνοκρατών, που θεωρούν ότι η ΟΝΕ λειτουργεί ικανοποιητικά για την χώρα τους και εξυπηρετεί επιτέλους τους ανταγωνιστικούς στόχους της και τα εμπορικά της πλεονάσματα. Σύμφωνα με την λογική τους, αν δεν υπήρχε η νομισματική ένωση, τα νομίσματα των ελλειμματικών χωρών θα τελούσαν υπό καθεστώς υποτίμησης έναντι του μάρκου και άρα θα υποχρέωναν την Γερμανία να αυξήσει την εσωτερική της ζήτηση για να αποφύγει την ανεργία. Συνεπώς, ο συνδυασμός αυτός θα αποδυνάμωνε την γερμανική ανταγωνιστικότητα και, σε συνδυασμό με την άνοδο της εσωτερικής ζήτησης, θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα σε ριζική μείωση των γερμανικών εμπορικών πλεονασμάτων.

«Αυτές οι αμιγώς μερκαντιλιστικές συμπεριφορές», γράφει ο Μπ. Κόννολυ, «είναι πολιτικά εγωιστικές, αλλά και πέρα για πέρα υποκριτικές. Διότι, τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της ΟΝΕ, όχι μόνον εξυπηρετήθηκαν τα γερμανικά συμφέροντα, αλλά, ακουσίως ίσως, συνέβαλαν στο να δημιουργηθούν οι σημερινές πιστωτικές φούσκες». Με θύματα τις ελλειμματικές χώρες.

Όπως επισημαίνει ο Βρεταννός επενδυτικός σύμβουλος, αυτός ο γερμανικός μερκαντιλισμός μπορεί να οδηγήσει στην σταδιακή διάσπαση της ευρωζώνης ή στην αργή οικονομική και νομισματική της αποσύνθεση. Θα συμβεί, δηλαδή, αυτό που είχε προβλέψει πριν 16 χρόνια ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Μίλτον Φρήντμαν, ο οποίος απεβίωσε το 2006 σε ηλικία 96 ετών.

Σε άρθρο του στην Wall Street Journal, ο Μίλτον Φρήντμαν προέβλεπε ότι την ημέρα που η Ευρώπη θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία σοβαρή ύφεση, θα έλθουν και πάλι στην επιφάνεια οι εθνικοί εγωισμοί και το κοινό νόμισμα θα εμποδίσει τις απαραίτητες προσαρμογές που θα πρέπει να γίνουν σε κάθε χώρα. Το οικοδόμημα θα καταρρεύσει, μια και οι χώρες της ευρωζώνης δεν θα έχουν την πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική και γλωσσική ομοιογένεια που έχουν οι αμερικανικές Πολιτείες. Όλοι θα καταλάβουν –αλλά θα είναι πολύ αργά– ότι δεν μπορεί να υπάρξει νομισματική ένωση, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ευρώ, χωρίς ευρωπαϊκή κυβέρνηση.

Σήμερα, η πρόβλεψη αυτή επαληθεύεται έως έναν βαθμό. Γι αυτό, αναλύει ο Μπ. Κόννολυ, οι υπερχρεωμένες χώρες της Ευρώπης θα μπορούσαν να προκρίνουν την δύσκολη και υψηλού κόστους λύση της οικειοθελούς αποχώρησής τους από την ευρωζώνη. Ωστόσο, πριν την εξέλιξη αυτή, θα μπορούσε να αποχωρήσει η Γερμανία από την ευρωζώνη –που ίσως σήμερα να είναι και η μη χειρότερη λύση.

Στον βαθμό που η ΟΝΕ είναι μόνον νομισματική και όχι οικονομική ένωση, η γερμανική έξοδος από την ευρωζώνη είναι εφικτή. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ευρώ θα υπετιμάτο έναντι του μάρκου, αλλά όχι έναντι του ιδίου. Έτσι, το πρόβλημα της επιβάρυνσης με τόκους του χρέους των ελλειμματικών χωρών δεν θα ετίθετο. Το ίδιο θα ίσχυε και για το πρόβλημα ρευστότητας των χωρών που πρέπει να πληρώσουν σε ευρώ. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι Γερμανοί τραπεζίτες και εξαγωγείς θα πλήρωναν βαρύ τίμημα από την έξοδο αυτή. Μόνον έτσι, όμως, η Ευρώπη θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια της και ενδεχομένως να επανασυσταθεί σε άλλες βάσεις, πιο προωθητικές της πολιτικής της ένωσης.

Αυτό είναι περίπου, σε περίληψη, το σκεπτικό του πρώην τεχνοκράτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Θέλουμε δε να πιστεύουμε ότι αποτελεί θαυμάσια τροφή για σκέψη για κάθε προβληματισμένο και σκεπτόμενο άνθρωπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: