του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Πληθαίνουν έτσι τα αρνητικά σενάρια για το αύριο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και το γεγονός αυτό αυξάνει σε λαϊκό επίπεδο την έλλειψη εμπιστοσύνης. Ακόμα χειρότερα, οι ευρωπαϊκές κοινές γνώμες άγονται και φέρονται από αυτούς που κερδοσκοπούν πολιτικά και οικονομικά, με κύρια όπλα τους τον άκρατο λαϊκισμό και την για ανεγκέφαλους καταστροφολογία. Αν στο τοπίο αυτό, επισημαίνει σε ένα θαυμάσιο άρθρο του στην γαλλική εφημερίδα La Croix ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης Ζαν Πικ, προσθέσουμε την δυσκολία να κατανοηθούν περίπλοκοι χρηματοοικονομικοί μηχανισμοί και δυσνόητες οικονομικές λειτουργίες, τότε η λαϊκή σύγχυση δεν πρέπει να εκπλήσσει. Τίποτα, όμως, δεν γίνεται προς την κατεύθυνση της άρσεως αυτής της οδυνηρής συγχύσεως. Γι αυτό, τονίζει ο Γάλλος καθηγητής, είναι περισσότερο αναγκαίος από ποτέ ένας πολιτικός λόγος που να δίνει προοπτική και να μην αφήνει κενό χώρο στις εύκολες ενοχοποιήσεις και σοτυς λαϊκιστές που «σερφάρουν» στην λαϊκή ανησυχία προς άγραν ψήφων.
Η Ευρώπη περνά πολύ δύσκολες στιγμές. Και από το πώς θα διαχειριστεί αυτές τις δυσκολίες θα εξαρτηθεί και το μέλλον της, σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Οι τελευταίες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, παρά τις όποιες θετικές πλευρές τους, δεν δείχνουν να εμπνέουν εμπιστοσύνη στις αγορές οι οποίες θέλουν πιο συγκεκριμένα μέτρα, που να είναι πειστικά και αμέσως εφαρμόσιμα. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και οι Ευρωπαίοι ηγέτες δίνουν την εντύπωση να πειραματίζονται. Με άλλα λόγια, από πολλούς παρατηρητές εκλαμβάνονται ως μαθητευόμενοι μάγοι –και στην παρούσα συγκυρία αυτό δεν είναι καθόλου καλό.
Ας επιχειρήσουμε να αποσαφηνίσουμε τα ερωτήματα που καλούμαστε να απαντήσουμε:
Πρώτο και θεμελιώδες ερώτημα είναι αν στον κόσμο μας, όπως αυτός είναι σήμερα, μπορεί κάποιο κράτος της Ευρώπης να διαφύγει μόνο του από την κρίση. Εδώ και 60 σχεδόν χρόνια, σταδιακά πειστήκαμε ότι, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα του κόσμου, οφείλουμε να δρούμε από κοινού. Αυτός ο κύκλος της συνεργασίας, που αρχικά απαρτιζόταν από έξι κράτη, διευρύνθηκε σταδιακά στα 27 κράτη και πυροδότησε την φιλοδοξία της ένταξης σε αυτόν ως τα πέρατα της ηπείρου μας. Αυτό είναι κάτι που οφείλει να μάς χαροποιεί, πόσω μάλλον που όλα τα μέλη, ακόμα και τα πιο πρόσφατα, έχουν ως επί το πλείστον επιδείξει αλληλεγγύη προς τους εταίρους τους. Είναι ένα κεκτημένο που οφείλουμε να διαφυλάξουμε, καθώς απομακρύνει την αναβίωση των αιματηρών ανταγωνισμών του παρελθόντος.
Δεύτερο ερώτημα –πιο δύσκολο να απαντηθεί– είναι η διάκριση της πολιτικής διάστασης στην τρέχουσα κρίση. Όπως λέει και το όνομά του, το «δημόσιο χρέος» είναι «δημόσιο», είναι κρατικό, αφορά δηλαδή το κάθε κράτος μέλος χωριστά. Η κρίση χρέους δεν είναι μία κρίση ευρωπαϊκή, παρά μόνον στον βαθμό που ορισμένα κράτη μέλη κρύφτηκαν πίσω από το ευρωπαϊκό παραπέτασμα για να μπορούν να παραβιάζουν τις επιταγές της χρηστής διαχείρισης των εθνικών τους λογαριασμών, για την οποία ήταν πλήρως υπεύθυνα. Αν σε μία πολυκατοικία κάποιοι συνιδιοκτήτες ή ένοικοι δεν συμπεριφέρονται κόσμια και δεν καταβάλλουν τα κοινόχρηστα που τους αναλογούν, βλάπτεται ολόκληρη η κοινότητα. Το ίδιο συμβαίνει και στο επίπεδο της Ευρώπης. Το ευρώ είναι σπουδαίο νόμισμα και αμύνεται αξιοπρεπώς, αλλά εκφράζει μία Ευρώπη που διοικείται από ανεπαρκώς συντονισμένα κράτη μέλη και υποφέρει από την αδιαφορία ορισμένων και την απουσία πειθαρχίας όλων. Πάντως, στο εδώλιο κάθεται το «σύστημα του ευρώ» –όπου «σύστημα», ένας πολυχρησιμοποιημένος όρος για να περιγράψει κάτι πολύπλοκο που εκ των υστέρων διαπιστώνεται πως δεν είναι λειτουργικό, λόγω απουσίας κανόνων και λογοδοσίας. Άρα, αυτό που χρειάζεται να μεταρρυθμιστεί είναι το «σύστημα».
Τρίτο ερώτημα: Πώς; Η Ευρώπη βρίσκεται κατ’ αρχήν στα κράτη της. Εξ αυτών δημιουργήθηκε και δεν μπορεί να βγει από την κρίση χωρίς αυτά. Αλλά αυτή η διαπίστωση απαιτεί προσοχή σε ορισμένα σημεία. Η μεταρρύθμιση του «συστήματος» είναι υπόθεση όλων των κρατών μελών της ευρωζώνης και όχι μόνον δύο εξ αυτών, όσο αποφασιστικός κι αν είναι ο ρόλος τους στο εγχείρημα. Ο καθορισμός κοινών κανόνων (ενός κώδικα καλής δημοσιονομικής συμπεριφοράς), η επιλογή ενός «πιλότου» (ενός Ευρωπαίου υπουργού οικονομικών που θα συνεργάζεται με τους 17 εθνικούς του ομολόγους), ο προσδιορισμός διαδικασιών δημοκρατικού ελέγχου (η θέσπιση μιας ad hoc κοινοβουλευτικής επιτροπής που θα αποτελείται από τους προέδρους των οικονομικών επιτροπών των 17 εθνικών συμβουλίων), όλα αυτά απαιτούν την συναίνεση των Δεκαεπτά –που βραχυπρόθεσμα είναι πιθανή χωρίς αναμόρφωση των Συνθηκών, που είναι πάντοτε μία άσκηση χρονοβόρα και τρομερά αβέβαιη. Μόλις επιτευχθεί η συμφωνία των Δεκαεπτά σε ένα νέο, πραγματικό θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης, θα χρειαστεί να συζητηθεί και στο επίπεδο των Εικοσιεπτά –δηλαδή, μεταξύ όσων επέλεξαν να έχουν το ίδιο νόμισμα και όλων των υπολοίπων που διαμένουν στο «κοινό σπίτι».
Η δυσπιστία των αγορών αφορά λιγότερο το ευρώ και περισσότερο την συμπεριφορά των πολιτικών υπευθύνων της Ευρώπης, που αξιολογείται ως διστακτική και κατώτερη των περιστάσεων. Αυτό που αναμένουν οι αγορές, όπως και οι πολίτες, είναι ως εκ τούτου μία απάντηση πολιτική. Κανείς ας μην αμφιβάλλει πως οι κυβερνήσεις το έχουν συνειδητοποιήσει αυτό πλήρως. Αλλά ο χρόνος πιέζει. Θα ήταν οδυνηρό αν οι νομιναλιστικές αντιπαραθέσεις στις οποίες τόσο συχνά εγκλωβιζόμαστε –πχ διακυβερνητική ή ομοσπονδιακή προσέγγιση– μάς εμποδίσουν να αποφασίσουμε.
Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πως, αν η ευρωζώνη καταρρεύσει, θα πρόκειται για φοβερή οπισθοδρόμηση, ανάλογη με την επιστροφή στις … καραβέλες την εποχή της Airbus! Χωρίς την Airbus, η Ευρώπη θα βρισκόταν χωρίς «φτερά» και οι λίγοι εθνικοί κατασκευαστές που θα επιβίωναν θα λειτουργούσαν το πολύ ως υπεργολάβοι της Boeing. Το δίδαγμα της –συχνά χαοτικής, αλλά επιτυχημένης– ιστορίας της Airbus είναι πως για να υπάρξει επιτυχημένη δράση χρειάζεται από κοινού επαναπροσδιορισμός του τρόπου λειτουργίας όποτε αυτό είναι απαραίτητο και ταχεία επίτευξη συμβιβασμών. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις της επιβίωσης.
Στο κεντρικό ερώτημα «Μπορεί κάποιο κράτος από μόνο του να ανταπεξέλθει στην κρίση;», η απάντηση είναι αρνητική. Αυτό υπογραμμίζει ο καθηγητής Ζαν Πικ, χωρίς όμως να προσδιορίζει το πότε –και αυτό το τελευταίο είναι σήμερα εξόχως κρίσιμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου